-
1 αηδόνα
-
2 ἀηδόνα
-
3 αηδόν'
ἀηδόνα, ἀηδώνsongstress: fem acc sgἀηδόνι, ἀηδώνsongstress: fem dat sgἀηδόνε, ἀηδώνsongstress: fem nom /voc /acc dual -
4 ἀηδόν'
ἀηδόνα, ἀηδώνsongstress: fem acc sgἀηδόνι, ἀηδώνsongstress: fem dat sgἀηδόνε, ἀηδώνsongstress: fem nom /voc /acc dual -
5 ἀηδών
A songstress, i.e. the nightingale, Hes.Op. 203, etc.; Πανδαρέου κούρη, χλωρηὶς ἀ., i.e. living in the greenwood, Od.19.518;χλωραύχην ἀ. Simon.73
:—metaph., of a poet, B.3.98, cf. E.Fr. 588 (lyr.), AP7.44 ([place name] Ion), Hermesian.7.49; also of the poet's song, τεαὶ ἀηδόνες thy strains, Call.Epigr.2.5;ζωούσας ἔλιπες γὰρ ἀηδόνας IG14.2012
.2 metaph., cicada, AP7.190 ([place name] Anyte).2 metaph., of shuttle, AP6.174 (Antip. Sid.).—Masc., only Ion l.c.;Ἀττικὸς ἀνὴρ τὸν αἴγα λέγει ὥσπερ καὶ τὸν ἀηδόνα Eust.376.24
. -
6 ἀνεγείρω
A wake up, rouse,ἐξ ὕπνου Il.10.138
;ἐκλεχέων Od.4.730
;τὴν ἀηδόνα Ar.Av. 208
:—[voice] Pass., E.HF 1055;ἀνηγέρθη X.An.3.1.12
, AP11.257 (Lucill.): poet. [tense] aor. [voice] Med.ἀνεγρόμην A.R.1.522
;ἀναέγρετο Maiist.31
.II metaph., wake up, raise,κῶμον Pi.I.8(7).2
; :—[voice] Pass.,ἀνεγειρομένα φάμα Pi.I.4(3).23
.2 metaph. also, rouse, encourage,ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Od.10.172
; stir, rouse the spirit of,θυμοειδῆ ἵππον X.Eq.9.6
:—[voice] Med., take heart, Ph.2.120.III of buildings, raise,δόμον AP9.693a
, cf. Lib.Or.11.56;ἀπὸ θεμελίων OGI422
([place name] Judaea).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεγείρω
-
7 ὕψι
ὕψῐ, Adv.A on high, aloft,ὕ. δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140
; ὕ. βιβάς ib. 371;Ζεὺς ἥμενος ὕ. 20.155
, cf. Od.16.264;ἴρηξ.. ἀηδόνα.. ὕ. μάλ' ἐν νεφέεσσι φέρων Hes.Op. 204
; ἐμάχοντο.. ἀπὸ νηῶν ὕ. μελαινάων ἐπιβάντες from high on the ships, Il.15.387;ὕ... ἀέλλη σκίδνατο 16.374
;ὕ... ὁρμίσσομεν
out at sea,14.77
. (Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος,—all prob. connected with ὑπέρ.) -
8 ἀηδών
ἀηδών, - όνοςGrammatical information: f. (m.)Meaning: `nightingale' (Od.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably] [6]Etymology: From *ἀϜηδών (cf. ἀβηδόνα ἀηδόνα H.). - Connection with ἀείδω and αὑδή is only possible as * h₂u-eh₁-d- beside * h₂u-ei-d-, * h₂u-ed-, but a lengthened grade is improbable. The word could well be Pre-Greek; cf. bird and animals names like χελι-δών, τενθρ-ηδών. Note the form in -ώ.Page in Frisk: 1,26Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀηδών
См. также в других словарях:
αηδόνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 175 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλεινόβου. * * * η [αηδόνι] 1. το θηλυκό αηδόνι 2. καλλίφωνη γυναίκα … Dictionary of Greek
ἀηδόνα — ἀηδών songstress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέγει?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. — λέγει ?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. См. Спать соловьиным сном … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀηδόν' — ἀηδόνα , ἀηδών songstress fem acc sg ἀηδόνι , ἀηδών songstress fem dat sg ἀηδόνε , ἀηδών songstress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
спать соловьиным сном — (иноск.) будко Ср. Один дядя Онуфрий спит будким соловьиным сном. Мельников. В лесах. Ср. Neque quantum lusciniae dormiunt. Ср. Οϋδ οσον αηδόνες υπνουσιν. Ср. Ουδ οσον αηδόνες υπνώουσεν (υπνώσουσιν). Sophokl? Ср. Suid. 1, 127). Ср. Macar. 6, 69,… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Спать соловьиным сном — Спать соловьинымъ сномъ (иноск.) будко. Ср. Одинъ дядя Онуфрій спитъ будкимъ соловьинымъ сномъ. Мельниковъ. Въ лѣсахъ. Ср. Neque quantum lusciniae dormiunt. Ср. Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνοῦσιν. Ср. Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνώουσεν (ὑπνώσουσιν). Sophokl?… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αηδονοπούλα — η 1. θηλυκό αηδόνι, αηδόνα 2. θηλυκός νεοσσός αηδόνας, αηδονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + υποκοριστική κατάλ. πούλα] … Dictionary of Greek
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
αηδώ — ἀηδὼ ( οῦς), η (Α) αηδών, αηδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος μορφολογικό σχηματισμός τού ερρινόληκτου τύπου ἀηδών, όνος, που ξεκίνησε πιθανώς από τον τύπο τής αιτ. ενικ.: τὴν ἀηδόνα τὴν ἀηδὼ (πρβλ. τὸν ἀμείνονα τὸν ἀμείνω), απ’ όπου σχηματίστηκε νέος… … Dictionary of Greek
μινυρίστρια — μινυρίστρια, ἡ (Α) [μινυρίζω] (για την αηδόνα) αυτή που κελαηδά ήρεμα και γλυκά … Dictionary of Greek
μολπή — η (ΑΜ μολπή) 1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῑς κατακηλοῡσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῡ Χριστοῡ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.) 2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.) αρχ. 1. άσμα με… … Dictionary of Greek