-
1 αηδόνα
η самка соловья, соловьиха -
2 τιλλω
(aor. pass. ἐτίλθην)1) щипать, вырывать(τρίχας Arst.; στάχυας NT.)
τ. κόμην и τίλλεσθαι χαίτας Hom. — рвать на себе волосы;τῖλαι τὸν στέφανον Theocr. — разорвать венок на части2) ( о хищных птицах) щипать, терзать(πέλειαν Hom.; αἰγυπιόν Her.)
ὑπό τινος τίλλεσθαι Arph. — быть жертвою чьих-л. преследований3) ощипывать(ἀηδόνα Plut.; λαγών Arph.)
τ. ἑαυτόν Arph. — щипать себя (за волосы), шутл. предаваться своим мыслям;4) ощипывать, обрывать(τὸ τᾶς χλαίνας κράσπεδον Theocr.; πλάτανον Plut.)
5) med. рвать на себе волосы, т.е. исступленно оплакивать(τινα Hom.)
См. также в других словарях:
αηδόνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 175 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλεινόβου. * * * η [αηδόνι] 1. το θηλυκό αηδόνι 2. καλλίφωνη γυναίκα … Dictionary of Greek
ἀηδόνα — ἀηδών songstress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέγει?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. — λέγει ?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. См. Спать соловьиным сном … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀηδόν' — ἀηδόνα , ἀηδών songstress fem acc sg ἀηδόνι , ἀηδών songstress fem dat sg ἀηδόνε , ἀηδών songstress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
спать соловьиным сном — (иноск.) будко Ср. Один дядя Онуфрий спит будким соловьиным сном. Мельников. В лесах. Ср. Neque quantum lusciniae dormiunt. Ср. Οϋδ οσον αηδόνες υπνουσιν. Ср. Ουδ οσον αηδόνες υπνώουσεν (υπνώσουσιν). Sophokl? Ср. Suid. 1, 127). Ср. Macar. 6, 69,… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Спать соловьиным сном — Спать соловьинымъ сномъ (иноск.) будко. Ср. Одинъ дядя Онуфрій спитъ будкимъ соловьинымъ сномъ. Мельниковъ. Въ лѣсахъ. Ср. Neque quantum lusciniae dormiunt. Ср. Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνοῦσιν. Ср. Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνώουσεν (ὑπνώσουσιν). Sophokl?… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αηδονοπούλα — η 1. θηλυκό αηδόνι, αηδόνα 2. θηλυκός νεοσσός αηδόνας, αηδονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + υποκοριστική κατάλ. πούλα] … Dictionary of Greek
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
αηδώ — ἀηδὼ ( οῦς), η (Α) αηδών, αηδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος μορφολογικό σχηματισμός τού ερρινόληκτου τύπου ἀηδών, όνος, που ξεκίνησε πιθανώς από τον τύπο τής αιτ. ενικ.: τὴν ἀηδόνα τὴν ἀηδὼ (πρβλ. τὸν ἀμείνονα τὸν ἀμείνω), απ’ όπου σχηματίστηκε νέος… … Dictionary of Greek
μινυρίστρια — μινυρίστρια, ἡ (Α) [μινυρίζω] (για την αηδόνα) αυτή που κελαηδά ήρεμα και γλυκά … Dictionary of Greek
μολπή — η (ΑΜ μολπή) 1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῑς κατακηλοῡσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῡ Χριστοῡ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.) 2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.) αρχ. 1. άσμα με… … Dictionary of Greek