-
1 αγριότητα
-
2 ἀγριότητα
-
3 αγριότητα
[-ης (-ητος)] η1) дикость; 2) жестокость, свирепость; зверство; 3) дикость, необузданность, грубость -
4 αγριότητα
vahşet, yabanilik, yabanıllık -
5 ἐξ-ορίζω
ἐξ-ορίζω, über die Gränzen hinausbringen, verbannen; γᾶϑέν τινα Eur. Troad. 1106; Heracl. 257; Dem. 25, 95; Arist. Eth. 10, 9 u. Sp. Ueberh. entfernen, ἀγριότητα Plat. Conv. 197 d, wie Dem. 26, 26; ἀσέβειαν Posid. Ath. VI, 234 c. – Im med. ἐξορίζεσϑαί τινος, ausgehen von Einem, Eur. Hippol. 1381; aber D. Sic. 13, 111 = in der Verbannung sein.
-
6 εξοριζω
1) прогонять за границу, изгонять прочь (за пределы)(γᾶθέν (= γῆθέν) τινα Eur.; τοὺς ἀνιάτους Arst.; τοῦτο τὸ θηρίον Dem.; ἐξωρίσθη εἰς Κέρσικαν νῆσον Plut.)
2) изгонять, искоренять(ἀγριότητα Plat., Dem.; αἰσχρολογίαν Arst.)
3) переступать пределы, покидатьἄλλην ἀπ΄ ἄλλης ἐ. πόλιν Eur. — скитаться из страны в страну
4) выбрасывать, выкидывать(τὸ σῶμά τινος Plut.)
ἐξορίσαι τινὰ πτανοῖς θοίναν Eur. — бросить кого-л. на съедение (хищным) птицам5) med. вести свое начало, происходить, проистекать -
7 αγριωσύνη
η см. αγριότητα -
8 θηριόω
A make into a wild beast,τοὺς πρὸς αὐτὴν ἀφικνουμένους ἡ Κίρκη θηριοῖ Phld.Piet. 144
:—[voice] Pass., IG14.1291.II [voice] Pass., come to the full size of a beast,πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Eub.107.14
.3 of seeds, to be infested with worms, Thphr. CP5.18.1.b of places, to be infested with reptiles, Paul.Aeg. 5.1.4 Medic., become malignant,ἕλκη ἐᾶσαι θηριωθῆναι Thphr. Char.19.3
;τεθηριωμένον ἕλκος Dsc.3.9
. -
9 ἐξορίζω
ἐξορίζω (A), ([etym.] ὅρος) ([ per.] 3sg. [tense] aor. subj. ἐξορύξη [from Ἐξορϝίξ-] Inscr.Cypr.135.11 H.):—A send beyond the frontier, banish, E.Heracl. 257, Pl. Lg. 874a, etc.;γᾶθέν τινα E.Tr. 1106
(lyr.); τὸ σῶμά τινος ἐ. (cf. ἐξόριστος) Plu.Phoc.37:—[voice] Pass.,ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, μηδὲ ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Hyp.Lyc.20
.3 banish, get rid of, ;αἰσχρολογίαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol. 1336b5
;τοὺς ἀνιάτους Id.EN 1180a10
: c. gen.,τι τῆς ἀκοῆς Jul.Or.6.186b
.II c. acc. loci only, ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐ. πόλιν pass from one to another, E.Heracl.16.------------------------------------A press out the whey from cheese, EM349.29, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξορίζω
-
10 σύ
σύ (Hom.+) personal pron. of the second pers. σοῦ (σου), σοί (σοι), σέ (σε); pl. ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμᾶς: youⓐ nominativeα. in contrast to another pers. ἐγὼ … σύ Mt 3:14; 26:39; Mk 14:36; J 13:7; Js 2:18; s. Lk 17:8. σὺ … ἕτερος Mt 11:3. πᾶς ἄνθρωπος … σύ J 2:10. Μωϋσῆς … σὺ οὖν 8:5. οὐδεὶς … σύ 3:2 and oft. αὐτοὶ … σύ Hb 1:11 (Ps 101:27). ἐγὼ … ὑμεῖς or vice versa (TestJob 1:5; Mel., P. 103, 789ff) J 7:34, 36; 8:15, 22f; 13:15; 15:5 al.; Gal 4:12. ὑμεῖς … ἡμεῖς or vice versa (ParJer 4:9; Just., D. 10, 1 al.) J 4:22; 1 Cor 4:10abc; 2 Cor 13:9.—The contrast is evident fr. the context: Mt 6:6, 17; Ro 2:3. ὑμεῖς Mt 5:48; 6:9, 26b.—On σὺ λέγεις Mt 27:11; Mk 15:2; Lk 23:3 s. λέγω 2e.β. for emphasis before a voc. σὺ Βηθλεέμ Mt 2:6 (Mi 5:1). σὺ παιδίον (Lucian, Dial. Deor. 2, 1) Lk 1:76. σὺ κύριε Ac 1:24 (PsSol 2:23; 17:4). σὺ δὲ ὦ ἄνθρωπε θεοῦ 1 Ti 6:11. ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι Lk 11:39.γ. used w. a noun or ptc., by which the pron. is more exactly defined σὺ Ἰουδαῖος ὤν you as a Jew J 4:9; cp. Gal 2:14. ὑμεῖς πονηροὶ ὄντες Mt 7:11 (cp. ParJer 7:3 σὺ ὁ λαλῶν).—Esp. emphasizing the subj.: σὺ τρίς με ἀπαρνήσῃ you are the very one who will deny me three times Mk 14:30. δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν you yourselves are to give them someth. to eat = give them some food yourselves Mft Mt 14:16. Cp. J 13:6; 17:8; 20:15. εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν Lk 1:42. σὺ μόνος παροικεῖς 24:18. So freq. w. forms of εἰμι (TestAbr A 7 p. 84, 19 [Stone p. 16] ὁ ἥλιος … σὺ εἶ; A 16 p. 97, 26 [Stone p. 42] τίς εἶ σύ; A 17 p. 98, 21 [Stone p. 44] σὺ εἶ ὁ θάνατος; TestJob 29:3 al.): σὺ εἶ ὁ χριστός Mt 16:16; σὺ εἶ Πέτρος vs. 18; σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; 27:11. καὶ σύ you, too 26:69, 73; Lk 19:19; 22:58; Gal 6:1 (TestAbr B 4 p. 109, 10 [Stone p. 66]; TestJob 27:5; ParJer 7:9; Just., A II, 2, 17). καὶ ὑμεῖς Mt 7:12; 15:3, 16; Lk 17:10 (TestJob 27:7). σὺ δέ but you Lk 9:60; Ro 11:17; 2 Ti 3:10 (Just., D. 1, 6 al.; Tat. 19, 3). ὑμεῖς δέ Mt 21:13; Js 2:6 (TestJob 24:3; ApcMos 30).δ. pleonastically added to forms that are clear enough by themselves (Semitism? See B-D-F §277, 2; Mlt-H. 431f) σὺ τί λέγεις Mk 14:68. μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς Mt 28:5. μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις; Ac 7:28 (Ex 2:14). ὑμεῖς Mt 5:13f.ⓑ oblique casesα. The accented forms are used in the oblique cases of the sing. when emphasis is to be laid on the pron. or when a contrast is intended σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχήν Lk 2:35. οὐ σὺ ῥίζαν βαστάζεις ἀλλὰ ἡ ῥίζα σέ Ro 11:18. καὶ σέ Phil 4:3.β. The accented forms also appear without special emphasis when used w. prepositions (B-D-F §279; Mlt-H. 180) ἐν σοί Mt 6:23. ἐπὶ σέ Lk 1:35. μετὰ σοῦ vs. 28. σὺν σοί Mt 26:35, but πρός σε Mt 14:28; 25:39 (cp. PsSol 5:8; s. ἐγώ).ⓒ σου and ὑμῶν as substitutes for the possessive/adjectival pronouns σός and ὑμέτερος (πάντες σου 4 [6] Esdr [POxy 1010]; as well as for the gen. of the reflexives σεαυτοῦ and ὑμῶν αὐτῶν) come after the word they modify: τὴν γυναῖκά σου Mt 1:20; τὸν πόδα σου 4:6 (Ps 90:12); ἡ πίστις ὑμῶν Ro 1:8; τὰ μέλη ὑμῶν 6:19; ἡ ζωὴ ὑμῶν Col 3:4. Or before the word they modify (TestAbr A 16 p. 97, 1 [Stone p. 42] σου τὴν ἀγριότητα; B 6 p. 110, 13 [Stone p. 68] σου οἱ ὀφθαλμοί; TestJob 4:5 σου τὰ ὑπάρχοντα; JosAs 4:10; 15:9 al.; ApcMos 12): ἆρόν σου τὴν κλίνην Mt 9:6; ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι Lk 7:48; μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω 1 Ti 4:12. Or betw. the noun and the art. (TestJob 42:5 οἱ δύο σου φίλοι): διὰ τῆς ὑμῶν δεήσεως Phil 1:19; εἰς τὴν ὑμῶν προκοπήν vs. 25.—On τί ἐμοὶ καὶ σοί; s. ἐγώ, end; on τί ἡμῖν κ. σοί; s. τίς 1aβה—M-M.
См. также в других словарях:
αγριότητα — η 1. τονα είναι κανείς σε άγρια κατάσταση: Λίγοι λαοί βρίσκονται ακόμη σε αγριότητα. 2. σκληρότητα, απανθρωπιά: Οι επιδρομείς έδειξαν μεγάλη αγριότητα ακόμη και στους άμαχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριότητα — η (AM ἀγριότης) [ἄγριος] 1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση τού άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση τού εξημερωμένου 2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα || μσν. νεοελλ. (για φυσικά φαινόμενα) κακοκαιρία… … Dictionary of Greek
ἀγριότητα — ἀγριότης savageness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
Τζενγκίς Χαν ή Τζιγγίς Χαν — (;1167 – περίχωρα του Νινγκ Χσια, Χσι Χσια 1227). Ηγεμονικός τίτλος που έδωσαν στον Τμουτζίν οι πιστοί οπαδοί του. Ο T., γιος του ευγενούς Γεσουγκέι Μπα’ατούρ, θεωρείται ο μεγαλύτερος Ασιάτης στρατηλάτης. Ορφανός σε ηλικία 10 ετών, μπήκε… … Dictionary of Greek
EUXINUS Pontus — Mar Maggiore, et Mar. Negro, Fert. sinus maris latissimus, Thracio et Cimmerio Bosporis interceptus, Axenus dictus prius, i. e. inhospitalis, propter immanitatem eorum, qui eius maris litora incolebant: ibi enim hospites immolare solebant, et… … Hofmann J. Lexicon universale
PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba … Hofmann J. Lexicon universale
άγρητα — η 1. η αγριότητα 2. η φιλονικία … Dictionary of Greek
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
ένθηρος — ἔνθηρος, ον (Α) [θηρ] 1. (για τόπο) ο γεμάτος θηρία, άγρια ζώα («ἐν τοῑς μάλιστα ἐνθηροτάτοις χωρίοις», Αιλ.) 2. μτφ. άγριος, τραχύς («ἔνθηρον τρίχα», Αισχύλ.) 3. (για μέλος τού σώματος) αυτός που έχει αφορμισμένη πληγή 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
αγριοσύνη — η [άγριος] η αγριότητα* … Dictionary of Greek