-
1 yabanilik
αγριότητα -
2 свирепость
-и θ.αγριότητα•свирепость льва η αγριότητα του λιονταριού.
|| σφοδρότητα, λύσσα, μανία•свирепость бури η μανία της θύελλας.
|| μτφ. θηριωδία, σκληρότητα, ωμότητα. || πλθ. -и θηριωδίες. -
3 дикость
дикостьж1. ἡ ἀγριότητα [-ης] / ἡ ἐρη-μος, ἡ ἐρημιά, ἡ ἀγριάδα (местности)/ ἡ θηριωδία (жестокость)·2. (вздор) разг ὁ παραλογισμός, ἡ ἐξωφρενισμός. -
4 зверство
зверс||твос ἡ θηριωδία, ἡ κτηνωδία, ἡ ἀγριότητα [-ης1·. -
5 изуверство
изувер||ствос ὁ φανατισμός, ἡ ὠμότητα [-ης], ἡ σκληρότητα [-ης] / ἡ ἀπανθρωπιά, ἡ ἀγριότητα [-ης] (жестокость). -
6 beastliness
noun κτηνωδία, αγριότητα -
7 ferocity
[fə'rosəti]noun αγριότητα,θηριωδία -
8 savageness
noun αγριότητα -
9 wildness
noun αγριότητα -
10 дикость
[ντίκαστ’] οοσ. θ. αγριότητα, ερημιά -
11 ожесточение
[αζυστοτσιένιιε] ουσ. ο. αγριότητα -
12 дикость
[ντίκαστ’] ουσ θ αγριότητα, ερημιά -
13 ожесточение
[αζυστοτσιένιιε] ουσ ο αγριότητα -
14 азиатчина
-ы θ.παλ. καθυστέρηση, αγριότητα ήθους. -
15 дикость
-и θ.1. αγριότητα.2. ερημιά, άγριο μέρος.3. βαρβαρότητα, απολιτισιά. || θηριωδία, κτηνωδία.4. φρίκη.5. πράγμα εκπληκτικό, παράδοξο• παραλογισμός, εξωφρενικότητα.6. ακοινωνησία, αποφυγή από τα εγκόσμια. -
16 живодёрство
-а ουδ. (απλ.) σκληρότητα, αγριότητα, απήνεια, ωμότητα. -
17 зверство
-а ουδ.1. θηριωδία, κτηνωδία, αγριότητα, απανθρωπιά.2. πράξη θηριώδης. -
18 каннибализм
-а α.κανιβαλισμός, ανθρωποφαγία. || αγριότητα, θηριωδία, απανθρωπιά. -
19 ожесточённость
-и θ.σκληρότητα• αγριότητα. -
20 vahşet
θηριωδία, αγριότητα, κτηνωδία
См. также в других словарях:
αγριότητα — η 1. τονα είναι κανείς σε άγρια κατάσταση: Λίγοι λαοί βρίσκονται ακόμη σε αγριότητα. 2. σκληρότητα, απανθρωπιά: Οι επιδρομείς έδειξαν μεγάλη αγριότητα ακόμη και στους άμαχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριότητα — η (AM ἀγριότης) [ἄγριος] 1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση τού άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση τού εξημερωμένου 2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα || μσν. νεοελλ. (για φυσικά φαινόμενα) κακοκαιρία… … Dictionary of Greek
ἀγριότητα — ἀγριότης savageness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
Τζενγκίς Χαν ή Τζιγγίς Χαν — (;1167 – περίχωρα του Νινγκ Χσια, Χσι Χσια 1227). Ηγεμονικός τίτλος που έδωσαν στον Τμουτζίν οι πιστοί οπαδοί του. Ο T., γιος του ευγενούς Γεσουγκέι Μπα’ατούρ, θεωρείται ο μεγαλύτερος Ασιάτης στρατηλάτης. Ορφανός σε ηλικία 10 ετών, μπήκε… … Dictionary of Greek
EUXINUS Pontus — Mar Maggiore, et Mar. Negro, Fert. sinus maris latissimus, Thracio et Cimmerio Bosporis interceptus, Axenus dictus prius, i. e. inhospitalis, propter immanitatem eorum, qui eius maris litora incolebant: ibi enim hospites immolare solebant, et… … Hofmann J. Lexicon universale
PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba … Hofmann J. Lexicon universale
άγρητα — η 1. η αγριότητα 2. η φιλονικία … Dictionary of Greek
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
ένθηρος — ἔνθηρος, ον (Α) [θηρ] 1. (για τόπο) ο γεμάτος θηρία, άγρια ζώα («ἐν τοῑς μάλιστα ἐνθηροτάτοις χωρίοις», Αιλ.) 2. μτφ. άγριος, τραχύς («ἔνθηρον τρίχα», Αισχύλ.) 3. (για μέλος τού σώματος) αυτός που έχει αφορμισμένη πληγή 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
αγριοσύνη — η [άγριος] η αγριότητα* … Dictionary of Greek