Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(с+собой)

  • 81 обладать

    ρ.δ. (με δοτ.)
    1. κατέχω, είμαι κάτοχός, κύριος.
    2. έχω, εμφορούμαι• είμοα προικισμένος•

    обладать талантом έχω ταλέντο•

    обладать силой воли έχω ισχυρή θέληση•

    обладать голосом έχω καλή φωνή•

    обладать хорошим слухом έχω καλή ακοή.

    3. έχω γυναίκα, αγαπητικιά.
    εκφρ.
    обладать собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου.
    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ. (διαλκ.) διορθώνω, επισκευάζω• προετοιμάζω. || τακτοποιώ.
    τακτοποιούμαι•

    дело -лось η υπόθεση τακτοποιήθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > обладать

  • 82 овладеть

    ρ.σ.μ. (με οργν.).
    1. κυριεύω, καταλαβαίνω, παίρνω•

    овладеть городом κυριεύω την πόλη•

    овладеть стратегической позицией καταλαβαίνω στρατηγική θέση.

    2. υποτάσσω, κάνω υποχείριο. || κατευθύνω όπως θέλω. || γίνομαι κάτοχος, κύριος•

    овладеть имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας.

    3. μαθαίνω καλά, κατέχω γνωρίζω καλά•

    овладеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα•

    овладеть техникой и наукой καταχτώ την τεχνική και επιστήμη.

    4. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, με πιάνει•

    им -ло беспокойство τον κυρίευσε ανησυχία•

    отчаяние им -ло απελπισία τον έπιασε.

    5. αφομοιώνω•

    овладеть зниния-ми αφομοιώνω γνώσεις.

    εκφρ.
    овладеть собой – κυριαρχώ του εαυτού μου, αυτό επιβάλλομαι, συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > овладеть

  • 83 оставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.

    || βάζω, θέτω•

    оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.

    || αφήνω•

    оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•

    оставить следы αφήνω ίχνη•

    он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•

    оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•

    оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.

    2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•

    оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•

    оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•

    оставить бороду αφήνω γένεια•

    оставить усы αφήνω μουστάκια.

    3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.
    4. εγκαταλείπω, παρατώ•

    комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•

    он -ил город αυτός άφησε την πόλη•

    оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•

    он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•

    оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.

    5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•

    оставить на работе αφήνω στη δουλειά•

    оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.

    6. σταματώ, διακόπτω•

    оставить разговор αφήνω την κουβέντα.

    || αποβάλλω, διώχνω•

    -ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•

    оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.

    7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•

    оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».

    εκφρ.
    в покое – αφήνω ήσυχο•
    оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•
    не своими милостями ή своим покровительствомπαλ. δεν αφήνω στο έλεος.

    Большой русско-греческий словарь > оставить

  • 84 перемена

    θ.
    1. αλλαγή•

    перемена квартиры αλλαγή διαμερίσματος•

    перемена профессии αλλαγή επαγγέλματος•

    перемена обстановки и климата αλλαγή περιβάλλοντος και κλίματος.

    2. μεταβολή, μετατροπή•

    резкая перемена погоды απότομη αλλαγή του καιρού•

    перемена жизни αλλαγή της ζωής.

    3. αλλαξιά•

    захвати с собой в дорогу две -ы белья πάρε μαζί σου για το δρόμο δυο αλλαξιές. εσώρουχα.

    4. παλ. • φαγητό
    5. διάλειμμα σχολικό.

    Большой русско-греческий словарь > перемена

  • 85 подразумевать

    ρ.δ.μ. υπονοώ, εννοώ, έχω στο νου μου•

    что вы -ете под этим словом?τι εννοείτε μ αυτή τη λέξη;

    εννοούμαι, εξυπακούομαι•

    это -ется само собой αυτό εννοείται αφ εαυτού (οίκοθεν), εξυπακούεται.

    Большой русско-греческий словарь > подразумевать

  • 86 покончить

    ρ.σ.
    1. (παλ. κ. απλ.). (απο)τελειώνω, (απο)περατώνω• ξεμπλέκω.
    2. σταματώ, παύω, τελειώνω οριστικά. || σκοτώνω, φονεύω, τελειώνω, ξεμπλέκω, ξεκάνω.
    εκφρ.
    покончить раз на всегда – τελειώνω μια για πάντα•
    с собой ή с жизнью• покончить жизнь самоубийством – αυτοκτονώ.

    Большой русско-греческий словарь > покончить

  • 87 поладить

    ρ.σ. τα φτιάχνω, τα ταιριάζω, αποκτώ καλές σχέσεις• συμφωνώ• συμφιλιώνομαι•

    они не -ли между собой αυτοί δεν τά φτιαξαν μεταξύ τους.

    Большой русско-греческий словарь > поладить

  • 88 почва

    θ.
    1. έδαφος, γη• τόπος• χώμα•

    плодородная почва εύφορο έδαφος•

    болотная почва ελώδες έδαφος•

    образцы -ы δείγματα χώματος.

    || μτφ. το περιβάλλον.
    2. βάση, στήριγμα•

    поставить на научную -у στηρίζω σε επιστημονική βάση•

    обвинение не имеет под собой почву η κατηγορία δεν έχει καμιά βάση (είναι ανεδαφική).

    3. τομέας, σφαίρα. || άποψη•
    εκφρ.
    нащупать -у – βολιδοσκοπώ, σφυγμομετρώ, εξιχνιάζω•
    терять -у под ногами – φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια•
    становиться на -у чего – είμαι με το μέρος, την άποψη.

    Большой русско-греческий словарь > почва

  • 89 приволочь

    -локу, -лочшь, -локут, παρλθ. χρ. приволок
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приволоченный, βρ: -чен, -чена, -чено κ. приволоченный, βρ: -чен, -а, -о,
    επιρ. μτχ. приволоча
    ρ.σ.μ. μετακινώ, μεταφέρω σέρνοντας•

    приволочь мешки из сарая σέρνω έξω τα τσουβάλια από την αποθήκη.

    || παίρνω, φέρω•

    приволочь с собой παίρνω μαζί μου.

    || οδηγώ βίαια•

    его -кли к комендатуру τον τράβηξαν στο φρουραρχείο.

    || σέρνομαι, ποδοσέρνομαι, βαδίζω με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > приволочь

  • 90 притащить

    ρ.σ.μ. φέρω σέρνοντας•

    притащить бревно φέρω το κούτσουρο σέρνοντας το.

    || φέρω, κομίζω•

    притащить с собой коробку конфет φέρω μαζί μου ένα κουτάκι καραμέλες.

    || παρουσιάζω•

    я -ил к вам своего приятеля σας έφερα το φίλο μου.

    έρχομαι, φτάνω με δυσκολία, αργοβαδίζοντας•

    -лся инвалид на хромой ноге ήρθε με δυσκολία ο ανάπηρος, κουτσαίνοντας από το ένα πόδι.

    Большой русско-греческий словарь > притащить

  • 91 притворить

    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    κλείνω ελαφρά•

    притворить за собой дверь κλείνω πίσω μου ελαφρά την πόρτα.

    κλείνομαι ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > притворить

  • 92 работать

    ρ.δ.
    1. εργάζομαι, δουλεύω•

    работать в поле εργάζομαι στο χωράφι•

    работать на заводе εργάζομαι στο εργοστάσιο•

    работать сверхурочно εργάζομαι υπερωρία•

    работать в колхозе εργάζομαι στο κολχόζ•

    работать днм и ночью εργάζομαι μέρα και νύχτα•

    работать лопатой, молотком δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί.

    2. εκτελώ μια ειδική εργασία•

    работать бухгалтером εργάζομαι λογιστής•

    -электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος•

    я работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος.

    3. λειτουργώ•

    часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά•

    мотор плохо -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά•

    моё сердце хорошо -ет η καρδιά μου καλά δουλεύει.

    || είμαι ανοιχτός•

    библиотека -ет до девяти часов вечера η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ.

    4. φτιάχνω•

    работать сапоги φτιάχνω μπότες.

    εκφρ.
    работать над собой – τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι.
    1. δουλεύω κανονικά, ρέγουλα.
    2. φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > работать

  • 93 равнять

    ρ.δ.μ.
    1. εξισώνω•

    смерть -ет всех людей ο θάνατος εξισώνει όλους τους ανθρώπους.

    2. συγκρίνω, παραβάλλω•

    равнять с собой συγκρίνω με τον εαυτό μου.

    3. ισοπεδώνω, ομαλύνω•

    равнять землю, дорогу ισοπεδώνω το γήπεδο, το δρόμο.

    || ευθυγραμμίζω, ζυγίζω•

    равнять шеренгу ευθυγραμμίζω το ζυγό (ζυγίζω).

    1. ισούμαι•

    доход -ется с расходу τα έσοχα ισούνται με τα έξοδα.

    2. ευθυγραμμίζομαι.
    (προστκ.) -йтесь! ζυγείτε! ζυγηθειτε! (παράγγελμα).
    3. προσπαθώ να φτάσω, να ευθυγραμμιστώ, να εξομοιωθώ με κάποιον.
    4. (μαθ.) εξισούμαι, ισούμαι, ισοδυναμώ, κάνω•

    четыре и три -ется семи τέσσερα και τρία κάνουν (ίσον) εφτά.

    || μτφ. αντιστοιχώ.

    Большой русско-греческий словарь > равнять

  • 94 свариться

    ρ.δ. (απλ.) μαλώνω•

    они между собой -лись αυτοί μεταξύ τους μάλωναν.

    Большой русско-греческий словарь > свариться

  • 95 следить

    слежу, следишь
    ρ.δ.
    1. παρακολουθώ, παρατηρώ•

    следить за полтом самолта παρακολουθώ την πτήση του αεροπλάνου•

    зорко следить άγρυπνα παρακολουθώ.

    || προσεχτικά παρακολουθώ•

    следить за успехами науки παρακολουθώ τις επιτεύξεις της επιστήμης•

    следить за модой παρακο-θώ τη μόδα•

    следить за политикой παρακολουθώ την πολιτική.

    || υποπτεύομαι•

    следить за подозрительном субъектом παρακολουθώ ύποπτο πρόσωπο•

    следить муж -ит за женой ο άντρας παρακολουθεί τη γυναίκα του.

    2. προσέχω, φροντίζω, μεριμνώ•

    следить за детьми προσέχω τα παιδιά•

    следить за здоровьем προσέχω την υγεία.

    3. ιχνηλατώ, παίρνω, ανευρίσκω τον ντορό.
    4. λερώνω, αφήνω πατήματα•

    следить мокрыми сапогами на полу λερώνω το πάτωμα με τις βρεγμένες μπότες.

    εκφρ.
    следить за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > следить

  • 96 слышать

    -шу, -шишь
    ρ.δ.
    1. ακούω•

    слышать стук ακούω το χτύπο•

    слышать крик ακούω την κραυγή•

    я плохо -шу δεν ακούω καλά.

    2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.
    3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•

    слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.

    || οσφραίνομαι, μυρίζω•

    собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.

    εκφρ.
    ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•
    не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).
    1. ακούομαι•

    -ится шум ακούεται θόρυβος.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•

    -ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > слышать

  • 97 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 98 совладать

    ρ.σ. (με οργν.) αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•

    совладать с трудностями τα βγάζω πέρα με τις δυσκολίες.

    εκφρ.
    совладать с собой – κυριαρχώ στον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > совладать

  • 99 сохранить

    -нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•

    сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•

    сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.

    || τηρώ•

    сохранить порядок τηρώ την τάξη.

    || κρατώ•

    сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•

    сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.

    || προστατεύω•

    сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.

    || διατηρώ, κρατώ•

    сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.

    2. προφυλάσσω•

    сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•

    -одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.

    || σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.
    1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.
    2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.
    3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > сохранить

  • 100 справить

    ρ.σ.μ.
    1. γιορτάζω•

    справить день рождения γιορτάζω τα γενέθλια•

    справить именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή•

    справить серебряную, золотую свадьбу γιορτάζω τους αργυρούς, χρυσούς γάμους.

    2. ασχολούμαι με κάτι, δουλεύω, φτιάχνω,
    3. ετοιμάζω• εξασφαλίζω• παρέχω.
    4. παλ. (για έγγραφα) βγάζω, φροντίζω να βγάλω, να πάρω.
    5. διορθώνω, επισκευάζω.
    1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•

    справить с работой αντεπεξέρχομαι στη δουλειά•

    тебе с ним не справить εσύ μ αυτόν δε θα τα βγάλεις πέρα.

    2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, κατατοπίζομαι.
    3. διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω.
    εκφρ.
    не -лся с деньгами – δε μού φτασαν τα χρήματα, δεν τα κανόνισα έτσι που να μου φτάσουνν -справить с собой συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > справить

См. также в других словарях:

  • собой — с лица, из себя, на лицо, лицом, собою, внешне, на вывеску Словарь русских синонимов. собой см. внешне Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александрова. 2011 …   Словарь синонимов

  • собой — СОБОЙ. см. себя. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • Собой и Собою — нареч. разг. 1. Лицом, внешностью, фигурою Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Собой красава, да душа трухлява. — Собой красава, да душа трухлява. См. СУЩНОСТЬ НАРУЖНОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Собой красава, да не по красаве слава. — Собой красава, да не по красаве слава. См. СУЩНОСТЬ НАРУЖНОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Собой-то краля, а умом-то фаля. — Собой то краля, а умом то фаля. См. УМ ГЛУПОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • собой — и (устар., разг.) из себя. 1. См. представлять собой и изображать собой. 2. Он был очень толст и высок ростом, из лица смугл и безбород... (Тургенев). Старшая дочь их... необыкновенно миловидная из себя, играла очень хорошо на фортепьяно… …   Словарь управления

  • собой — собою – тв. ед. возвратного местоим. сѧ себя , др. русск. собою, ст. слав. собоѭ. Слав. инновация в связи с дат. себѣ, др. русск. собѣ или род. себе; ср. Бругман, Grdr. 2, 2, 419; Мейе, Introd. 336; Вондрак–Грюненталь, Vgl. Gr. 2, 72 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • собой — нареч. качеств. обстоят. разг.; = собою Лицом, внешностью, фигурою. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • собой — соб ой (форма местоим. себ я) …   Русский орфографический словарь

  • собой — (разг.) …   Словарь многих выражений

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»