-
61 γενναιος
3 и 21) врожденный, прирожденный2) свободнорожденный, принадлежащий к свободному сословию(τέκνα Her.)
3) принадлежащий к знатному роду, родовитый(γονῇ Soph.; γ. τις ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων Plat.)
4) благородный, породистый(σκύλαξ Xen., Plat.; ζῷα Arst.)
5) благородный, нравственно чистый(ἀνήρ, πρᾶγμα Plat.; ἔπος Soph.; ψυχά Eur.; ἁπλοῦς τῷ ἤθει καὴ γ. Arst.)
γ. εἶ ирон. Arph. — нет уж, благодарю покорно6) превосходный, замечательный, отличный(σταφυλή, σῦκα Plat.; χώρα Polyb.)
7) огромный, внушительный(δύη Soph.; πώγων Plat.)
πολλὰ γενναῖα ἐποί ησεν ὅ ἄνεμος Xen. — немалых дел натворил ветер -
62 Δασσαρητις
- ιδος ἥ (sc. χώρα) Дассаретида (область дассаретов в вост. Иллирии) Polyb., Plut. -
63 Δαυλια
ἡ (sc. χώρα) Давлия (область г. Давлиды) Soph., Thuc. -
64 δαψιλης
-
65 δενδροφυτος
-
66 διαζωννυμι
1) перепоясывать, подпоясывать(διεζωσμένη τέν ἐσθῆτα, sc. γυνή Luc.)
διεζωσμένος Thuc. — с повязкой на бедрах;2) опоясывать, окружать(φλὸξ διαζώσασα πανταχόθεν τέν πόλιν Plut.; ὅ ζῳοφόρος κύκλος διὰ τῶν τροπικῶν διέζωσται Arst.; ῥάχει δυσβάτῳ διεζῶσθαι Polyb.)
ἥ χώρα μέση διέζωσται ὄρεσιν Xen. — страна посредине пересечена горами -
67 διαλαμβανω
(fut. διαλήψομαι, aor. 2 διέλαβον, pf. διείληφα)1) схватывать поперек, охватывать(τινά Her.)
διαλαβὼν τὸ δόρυ Plut. — с копьем наперевес2) перехватывать, перерезывать, преграждать(τάφρῳ καὴ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Polyb.; χώρα χαράδραις διειλημμένη Diod.)
3) захватывать, занимать(τὰ στενόπορα Thuc.; φυλακαῖς τὰς ὁδούς Polyb.; τῷ στόλῳ τέν θάλασσαν Plut.)
4) окружать, оцеплять, укреплять(τείχη πύργοις и φυλακτηρίοις Arst.)
5) прерывать, перемежатьἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν Plat. — сделать остановку на слове «ἕκων», т.е. произнести его с ударением6) размечать, размежевывать(στήλαις τοὺς ὅρους Dem.)
7) разделять(τὸν ἀριθμὸν δίχα Plat.; πάντας εἰς δύο Arst.; κατὰ μέρος τὸ ἔργον Plut.)
ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ Her. — река, разделенная на пять рукавов8) распределятьθώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος Xen. — панцыри, с (равномерно по всему телу) распределенным весом9) получать по распределению(κατ΄ ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem.)
ἵνα διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Xen. — чтобы каждый получил должное10) разукрашивать(γῆ χρώμασι διειλημμένη Plat.; λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc.)
11) различать, обособлять12) схватывать, понимать, постигать(τοῖς διανοήμασί τι Plat.)
πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ ; Eur. — как же, заметив это, можно правильно судить?13) обдумывать, решать, определять(τι, περί и ὑπέρ τινος, ποιεῖν τι и τί δεῖ ποιεῖν Polyb.)
-
68 διατοξευσιμος
-
69 δυνατος
3, Pind. 21) сильный, крепкий, мощный, могучий(χερσὴ καὴ ψυχᾷ Pind.; καὴ τοῖς σώμασι καὴ ταῖς ψυχαῖς Xen.)
2) могущественный, влиятельный(ἄνδρες Xen.; πολιτεία Arst.)
δ. χρήμασι Thuc., Plat. — богатый, состоятельный;3) умеющий, умелый, искусный, способный(ποιεῖν τι Thuc. и κατά τι Plat.)
4) годный, пригодный, удобный(ὁδὸς δυνατέ πορεύεσθαι Xen.; ἥ δυνατέ οἰκεῖσθαι χώρα Arst.)
5) хороший, исправный(ναῦς Thuc.; ἵππος Xen.; προτείχισμα Polyb.)
6) возможный(περὴ δυνατοῦ καὴ ἀδυνάτου Arst.). - см. тж. δυνατόν
-
70 δυσβατος
21) труднопроходимый, малодоступный(τόποι Arst., Polyb., Diod.; χώρα Plut.)
2) трудноодолимый, трудный(ἀμαχανίαι Pind.)
3) злосчастный, злополучный(Περσὴς αἶα Aesch. - v. l. δυσβάϋκτος)
-
71 δυσεπιβατος
-
72 δυσεφοδος
-
73 δυσιππος
2неблагоприятный для конницыδ. χώρα Plut. или τὰ δύσιππα (χωρία) Xen., Plut. — непроезжая для конницы местность
-
74 Δωρις
III1) область в Средней Греции Her., Plut.2) область в Малой Азии, граничившая с Карией, так наз. дорический Ἑξάπολις Her.3) мать Нереид Hes.4) одна из Нереид Hom. -
75 ειρηνευω
1) тж. med. жить в мире(Plat.; πρός τινα Diod., med. Arst. и μετά τινος NT.)
2) умиротворять(στάσιν Babr.; ἥ εἰρηνευομένη χώρα Polyb.)
-
76 Ελλας
I1) adj. f греческая(γλῶσσα Her.; χθών Aesch.)
(ἀνήρ Soph., Eur.)
IIΦθίη ἠδ΄ Ἑ. Hom.
2) собственно Греция, без Эпира, Фессалии и ПелопоннесаἙ. καὴ Πελοπόννησος Dem.
3) вся материковая Греция Hes., Aesch. etc.4) вся Греция, включая острова и греческие области Мал. Азии Her., Thuc. etc.; у Plut. тж. ἥ ἀρχαία Ἑ., в отличие от ἥ μεγάλη Ἑ., лат. Magna Graecia, в южн. Италии -
77 εμβατος
-
78 εμβατος...
ἔμβατος...ἐμβατός, ἔμβᾰτος2доступный(ἥ Βρεττανική - v. l. ἐμβαδόν Polyb.; χώρα τινί Diod.)
-
79 ενδιατριβω
1) (тж. ἐ. χρόνον Thuc., Arph.)(в чем-л., с кем-л. и т.п.) проводить время, задерживаться (περαιτέρω τοῦ δέοντος Plat.; ἐπὴ τοῦ ἀέρος Arst.; αὐτόθι Dem.; τῇ χῶρα Polyb.; ἐν τῷδε τῷ τόπῳ и κατὰ τέν Ἰταλίαν Diod.; τῇ περὴ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plut.; τοιούτοις ἀνθρώποις Luc.)
πλέοντες περὴ τέν Πελοπόννησον ἐνδιέτριψαν Thuc. — они потратили много времени для того, чтобы проплыть вокруг Пелопоннеса;περὴ τούτων πλείω τῆς ἀξίας ἐνδιατέτριφεν ὅ λόγος Arst. — (наше) обсуждение задержалось на этом дольше, чем следовало;ἃ σιωπητέον καὴ οἷς ἐνδιατριπτέον Luc. — (определить), что обойти молчанием, а на чем подробно остановиться;ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τέν ὄψιν ἐ. Xen. — заглядываться на прекрасное;ὄμμα φλεγμαῖνον ἥδιστα τοῖς σκιεροῖς ἐνδιατρίβει χρώμασι Plut. — для воспаленного глаза наиболее приятны темные цвета2) терять время(ἐνδιέτριβε καὴ οὐδὲν ἐποίει Dem.; ἔπειτ΄ ἐνδιατρίβῃ καὴ μέ ἀπολογῆται Aeschin.)
-
80 ενειμι
[εἰμί] (impf. ἐνῆν, fut. ἐνέσομαι)1) (в чём-л.) быть, находиться, содержаться, заключаться(τινι Hom., Aesch., Soph., Plat. и ἔν τινι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst., Plut.; αὐτόθι Arph.; πολλοὴ ἔνεσαν ὀϊστοί, sc. τῇ φαρέτρῃ Hom.)
οὔ νυ καὴ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος ; Hom. — разве нет и в вашем доме печали?;ἔνεστι τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα Aesch. — таков недуг самовластия;πόλλ΄ ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά Arph. — старости присущи многие страдания;τοῖς λόγοις ἔνεστι ἀμφοῖν κέρδος Soph. — в словах обеих есть польза;ἐν τῷ λόγῳ ἔνεστιν ἐναντίωσις Arst. — в словесной формулировке имеется противоположение;ἀπορίαι ἐνοῦσαι Arst. — внутренние трудности;τουτοίσι καὴ αὐτοὴ ἐνεσόμεθα Her. — мы сами войдем в их число;ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Thuc. — возникнуть в сознании;ἐν τοῖς λογίοις ἔνεστιν Arph. — в прорицании сказано2) быть в наличии(οὐκ ἐξέφθιτο οἶνος, ἀλλ΄ ἐνέην Hom.)
Ἄρεως δ΄ οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) χώρα Aesch. — это не область Арея, т.е. здесь нет воинственного пыла;σίτου οὐκ ἐνόντος Thuc. — ввиду отсутствия хлеба;πόλεμος οὐκ ἐνῆν οὐδὲ στάσις Plat. — не было ни войн, ни восстаний;τὰ ἐνόντα Plat. — собственность, Arst. существо дела, сущность3) находиться в промежуткеεἰ μελετήσομεν, χρόνος ἐνέσται Thuc. — если мы станем готовиться, пройдет время
τῶνδ΄ ἄρνησις οὐκ ἔνεστί μοι Soph. — я не могу отрицать этого;
εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Dem. — если имелась другая возможность;τίς δ΄ ἔνεστί μοι λόγος ; Eur. — что могу я сказать?;νόμῳ χρῆσθαι παντὴ ἔνεστί σοι Anth. — ты можешь установить любой закон;ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc. — как можно (было) лучше;ὡς ἔνι μάλιστα Luc. — как только возможно;οὐκ ἐνὸν ποιεῖν τι Luc. — невозможно сделать что-л.;ἐκ τῶν ἐνόντων Dem. — насколько возможно
См. также в других словарях:
χώρα — χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc/acc dual χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρᾳ — χώρᾱͅ , χώρα space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
χώρα — η 1. τμήμα της επιφάνειας της γης, κράτος: Η Γαλλία είναι μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης. 2. ως κύρ. όν., Xώρα συνήθ. ο μεγαλύτερος οικισμός νησιού που αποτελεί και την πρωτεύουσά του. 3. ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χώρα — Sp Chorà Ap Χώρα/Chora L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Χώρα Γαϊτσών — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέντρου … Dictionary of Greek
Χώρα Σφακίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Σφακίων, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (46 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο οικισμός Κομιτάδες (υψόμ. 200 μ.) και η Βριτομάρτις. Η X.Σ. σήμερα είναι μικρό χωριό, άλλοτε όμως… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Χώρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 404 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αποδοτίας … Dictionary of Greek
Έξω Χώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 160 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στις δυτικές πλαγιές του βουνού Βραχιώνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek