-
1 δυσβατος
21) труднопроходимый, малодоступный(τόποι Arst., Polyb., Diod.; χώρα Plut.)
2) трудноодолимый, трудный(ἀμαχανίαι Pind.)
3) злосчастный, злополучный(Περσὴς αἶα Aesch. - v. l. δυσβάϋκτος)
См. также в других словарях:
ἀμαχανίαι — ἀμᾱχανίαι , ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl (doric) ἀμᾱχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)