-
121 καλλικαρπος
-
122 καταδενδρος
-
123 κατακλινω
1) складывать (вниз), класть(δόρυ ἐπὴ γαίη Hom.)
2) сажать, усаживатьκ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα Her. — пригласить персов расположиться на лугу (для пира);κ. τινὰ ἐν τῇ βασιλικῇ χώρᾳ Plut. — посадить кого-л. на трон3) класть в постель, укладывать(παιδίον Arph.; γυναῖκα ὠδίνουσαν Plut.)
κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ Arph. — класть кого-л. в храм Асклепия (для излечения)4) наклонять, нагибать(τοὺς φοίνικας Arst.)
5) med. ложиться(ἐπὴ ταῖς κοίταις Arph.; ἐπὴ στιβάδος Xen.)
κατεκλίθη ὕπτιος Plat. — (Сократ) лег на спину6) med. располагаться (за столом), возлечь(παρά τινα и τινί Plat.; εἰς τέν πρωτοκλισίαν NT.)
7) med. наклонятьсяκ. εἰς γόνατα Arst. — становиться на колени
8) отклонять в сторону -
124 καταναιω
(только эп. aor. κατένασσα) селить, поселять, водворять(τινὰ ἐς πείρατα γαίης, γουνοῖσι Νεμείης, ὑπὸ χθονός Hes.; med. μεγάλας δαίμονας Aesch.)
; med.-pass. селиться, aor. обитать(ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ Eur.; ἐν τῇ χώρᾳ Arph.)
-
125 καταρρυτος
Eur. тж. κατάρυτος 21) орошаемый, политый(νάπη, κῆπος Eur.; χώρα ποταμοῖς Plut.)
2) образованный наносами, наносный(τὸ Δέλτα Her.)
3) дающий сток, т.е. наклонный, покатый(κεραμωτόν Polyb.)
-
126 κατατιθημι
(fut. καταθήσω; эп.: 1 л. pl. aor. 2 κάτθεμεν - 3 л. pl. κάτθεσαν, 1 л. pl. conjct. καταθείομεν = καταθῶμεν, inf. κατθέμεν; med.: 1 л. pl. aor. 2 κατθέμεθα, 3 л. dual. κατθέσθην, conjct. καταθείομαι = καταθῶμαι, part. κατθέμενος) тж. med.1) класть, складывать(τι ἐπὴ χθονός и ἐπὴ χθονί, ἐν ψαμάθῳ Hom.; τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον Xen.)
2) (тж. κ. εἰς μέσον Eur.) ставить(κλισίην τινὴ παρὰ πυρί Hom.; τὸν κρατῆρα Eur.)
3) med. ( снимая с себя) складывать(τὰ τεύχεα ἐπὴ γαίῃ, χλαῖναν ἐπὴ θρόνου Hom.)
ἐν ἡσυχίᾳ καταθέσθαι τὸ σῶμα Plut. — предаться отдыху4) med. снимать с себя(ζώναν Pind.; θοἰμάτιον Arph.)
5) тж. med. класть на погребальное ложе или в могилу, хоронить(τὸν Λύσανδρον ἐν φίλῃ χώρᾳ Plut.; τινὰ ἐν μνημείῳ NT.)
κατθέμενοι γοάοιεν Hom. — погребая (нас, они) рыдали бы6) med. откладывать (для себя), припрятывать, прятать(τι ἐπὴ δόρπῳ Hom.; πάντα βίον ἔνδοθι οἴκου Hes.; sc. σῖτον Lys.; θησαυροὺς ἐν τῷ οἴκῳ Xen.)
7) переносить, помещать8) высаживать (на берег)9) прокладывать(ὁδὸν εὐθύτομον Pind.)
10) med. отправлять11) med. отправлять в качестве заложников(τοὺς πρέσβεις ἐς Αἴγιναν Thuc.)
12) помещать, заключать, сажать(τινὰ ἐν τῶ δεσμωτηρίῳ Dem.)
13) ( в качестве награды или приза) ставить, предлагать(ἄεθλα, λέβητα Hom.)
14) выставлять (для всеобщего обозрения)(γράμματα εἰς τέν ἀγοράν Plat.)
15) med. слагать с себя(ἀρχήν, μοναρχίαν Plut.)
ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα Her. — передать персидскому народу управление государством;
εἰς τὸ κοινὸν καταθεῖναι Plat. — подвергнуть (что-л.) совместному обсуждению;εἰς τὸ ἴδιον καταθέσθαι τι ἑαυτῷ Xen. — использовать что-л. в личных целях;τὸ αὑτοῦ ἔργον ἅπασι κοινὸν κ. Plat. — делать свое дело общим достоянием17) med. откладывать в сторону, оставлять без внимания(τοὺς ποιητάς Plat.)
ἐν ἀμελείᾳ κ. τινά Xen.; — пренебрегать кем-л.18) med. прекращать(πόλεμον Thuc.; λόγους περί τινος Plat.; διαβολὰς καὴ κατηγορίας Plut.)
θυμὸν κατάθου Arph. — уйми свой гнев;τῆς ξυμφορᾶς κατατιθεμένης Thuc. — уладив это столкновение;ἐπ΄ ἀργυρίῳ καταθέσθαι τέν πρός τινα ἔχθραν Plut. — за деньги помириться с кем-л. (ср. 23)19) med. направлять(ὀργέν εἴς τινα Xen.)
20) вносить, платить, уплачивать(δέκα τάλαντά τινι Her.; δύο δραχμάς Arph.; μετοίκιον Lys.; ὄφλημα Dem.)
τῇ δραχμῇ ἑκάστου μηνὸς ἐπωβελίαν κ. Plat. — уплачивать ежемесячно с каждой драхмы один обол ( в виде процентов);τί τινος κ. τινι Arph. — платить что-л. за что-л. кому-л.;ἃ δ΄ ὑπέσχεο, ποῖ καταθήσεις ; Soph. — как исполнишь (досл. оплатишь) ты то, что обещал?21) отплачивать, возмещатьκ. τινι χάριν Pind. — отблагодарить кого-л.
22) med. иметь право на возмещение, aor. заслужить(χάριτα μεγάλην Her.)
εὐεργεσίαν ἔς τινα καταθέσθαι Thuc. и χάριν καταθήσεσθαί τινι Xen., NT. или πρός τινα Dem. — оказать кому-л. услугу23) med. приобретать, стяжать(κλέος Her.; δόξαν Thuc.; φιλίαν παρά τινι Xen.)
ἔχθραν πρός τινα καταθέσθαι Lys. — навлечь на себя чью-л. вражду (ср. 18)24) вносить, заносить, записывать(τι εἰς μνήμην Plat.; εἰς βιβλίον Dem.)
25) med. расходовать, употреблять(τέν σχολέν εἴς τι Plut.)
-
127 καταφθειρω
1) губить, уничтожать(στρατόν, λαὸς πᾶς κατέφθαρται δορί Aesch.; πόλιν Soph.; ἔργα τινός Theocr.)
; pass. гибнуть(ἐν πενίᾳ καὴ νόσοις Luc.; κατεφθαρμένη χώρα Plut.)
2) развращать -
128 καταψυχω
1) охлаждать(τέν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.)
2) освежать(τέν γλῶσσάν τινος NT.)
3) иссушать4) перен. охлаждать, унимать(πῆξαι καὴ καταψύξαι τινά Plut.)
См. также в других словарях:
χώρα — χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc/acc dual χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρᾳ — χώρᾱͅ , χώρα space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
χώρα — η 1. τμήμα της επιφάνειας της γης, κράτος: Η Γαλλία είναι μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης. 2. ως κύρ. όν., Xώρα συνήθ. ο μεγαλύτερος οικισμός νησιού που αποτελεί και την πρωτεύουσά του. 3. ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χώρα — Sp Chorà Ap Χώρα/Chora L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Χώρα Γαϊτσών — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέντρου … Dictionary of Greek
Χώρα Σφακίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Σφακίων, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (46 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο οικισμός Κομιτάδες (υψόμ. 200 μ.) και η Βριτομάρτις. Η X.Σ. σήμερα είναι μικρό χωριό, άλλοτε όμως… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Χώρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 404 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αποδοτίας … Dictionary of Greek
Έξω Χώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 160 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στις δυτικές πλαγιές του βουνού Βραχιώνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek