-
1 δυσβατος
21) труднопроходимый, малодоступный(τόποι Arst., Polyb., Diod.; χώρα Plut.)
2) трудноодолимый, трудный(ἀμαχανίαι Pind.)
3) злосчастный, злополучный(Περσὴς αἶα Aesch. - v. l. δυσβάϋκτος)
См. также в других словарях:
θηρόβατος — θηρόβατος, ον (Μ) ο βατός από άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βατος (< βαίνω), πρβλ. ά δατος, δύσ βατος] … Dictionary of Greek
εύβατος — η, ο (ΑΜ εὔβατος, ον) 1. ο ευπρόσιτος, ο ευκολοδιάβατος («οὐ γὰρ εὔβατος περᾱν», Αισχύλ.) 2. (για δέντρο) εκείνο τού οποίου φτάνει εύκολα κανείς τα κλαδιά για να κόψει τους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βατός (< βαίνω), πρβλ. δύσ βατος] … Dictionary of Greek
ευπρόσβατος — εὐπρόσβατος, ον (Μ) αυτός που πλησιάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ βατός (< προσ βαίνω «πλησιάζω»), πρβλ. α πρόσ βατος, δυσ πρόσ βατος] … Dictionary of Greek