Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δύσ-βᾰτος

См. также в других словарях:

  • θηρόβατος — θηρόβατος, ον (Μ) ο βατός από άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βατος (< βαίνω), πρβλ. ά δατος, δύσ βατος] …   Dictionary of Greek

  • εύβατος — η, ο (ΑΜ εὔβατος, ον) 1. ο ευπρόσιτος, ο ευκολοδιάβατος («οὐ γὰρ εὔβατος περᾱν», Αισχύλ.) 2. (για δέντρο) εκείνο τού οποίου φτάνει εύκολα κανείς τα κλαδιά για να κόψει τους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βατός (< βαίνω), πρβλ. δύσ βατος] …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσβατος — εὐπρόσβατος, ον (Μ) αυτός που πλησιάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ βατός (< προσ βαίνω «πλησιάζω»), πρβλ. α πρόσ βατος, δυσ πρόσ βατος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»