Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(χρησμοί

См. также в других словарях:

  • χρησμοί — χρησμός oracular response masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МУСЕЙ —    • Musaeus,          Μουσαι̃ος,        1. мифический певец (ε̉ποποιός), предсказатель и жрец в Аттике, который, говорят, в догомеровское время ввел и распространил в Аттике жреческую поэзию. Его называют то учеником Орфея, то его сыном, то… …   Реальный словарь классических древностей

  • Sibyllen — (Sibyllae, v. gr., Gottesratherinnen, welche den Willen, den Rath der Götter enthüllten), begeisterte Weiber des frühen Alterthums, deren es mehre gab u. welche man nach den Orten, wo sie bes. prophezeiht hatten, unterschied; zur Zeit Varros… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • Πυθία — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • σιβυλλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίβυλλα, σιβύλλειος (α. «Σιβυλλικοί χρησμοί» οι Σιβύλλειοι χρησμοί β. «Σιβυλλικά βιβλία» τα Σιβύλλεια*) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αινιγματικός, μυστηριώδης β) αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ακατανόητος,… …   Dictionary of Greek

  • σιβύλλειος — α, ο / σιβύλλειος, εία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [Σίβυλλα] σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Oracle — This article is about the classical medium. For the software company, see Oracle Corporation. For other uses, see Oracle (disambiguation). Consulting the Oracle by John William Waterhouse, showing eight priestesses in a temple of prophecy In… …   Wikipedia

  • Мусей — (Μουσαίος): 1) мифический поэт догомеровского периода, напоминающий Орфея, Евмолпа и др. Деятельность М. всего теснее была связана с Аттикой и культом Деметры; наибольшую известность в читающих кругах древних греков он приобрел во время тирании… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»