-
1 ασημος
21) не меченный, не имеющий знаков, без эмблем(ὅπλα Eur.)
2) нечеканенный, в слитках(χρυσός Her.; χρυσίον Thuc., Arst.; ἄργυρος ἄ. καὴ νομίσματα Plut.)
3) неясный, неразборчивый, невнятный(ἄσημα φράζειν Her.; φωναί Arst., Plut.)
4) непонятный, темный(χρηστήρια Her.; χρησμοί Aesch.; ὄργια Soph.)
5) неизвестный, безвестный, незначительный(οὐκ ἄ. πόλις Eur.; οἱ ἔνδοξοι καὴ οἱ ἀσημότεροι Plut.)
6) неузнанный, незамеченный(ὅ ἐργάτης Soph.)
-
2 αυτοφωνος
-
3 δισσος
атт. διττός, ион. διξός 31) двойной(θήρα Plat.)
2) dual. и pl. два, двое, оба(στοιχείοις διττοῖς ναίειν Batr.; διξὰ θυρώματα Her.; δισσὼ στρατηγώ Aesch.)
3) двоякий, двойственный(τῷ ποιῷ καὴ τῷ ποσῷ Arst.)
4) двусмысленный(φάσματα δυσσῶν ὀνείρων Soph.; χρησμοί Luc.)
-
4 εκπιπτω
1) выпадать, спадать, падать(χειρός τινι, δίφρου Hom.; ἀντύγων ἄπο Eur.; ἐκ τοῦ τρήματος Arph.; ὀδόντες ἐκπίπτουσιν Arst.)
αἱ ἀπὸ τοῦ κέντρου γραμμαὴ κατὰ κῶνον ἐκπίπτουσαι Arst. — линии, расходящиеся конусом из центра2) быть выбрасываемым (на берег волнами)(Hom. - in tmesi; εἰς γῆν τένδε Eur.; πρὸς τέν χώραν Plat.)
ἐξέπεσεν ἐς τὸν Ναυπακτίων λιμένα Thuc. — (тело Тимократа) прибило волнами к Навпактийскому порту;οἱ ἐκπίπτοντες Xen. — (потерпевшие кораблекрушение и) выброшенные на берег3) капать, выделяться4) отпадать, отклоняться(ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματός τινος Plat.)
5) воен. делать вылазку, идти в наступление, нападать(οἱ πολέμιοι ἐκπίπτοντες Her., Xen. - ср. 13; ἐκπεσόντες ξίφη ἔχοντες Xen.; εἰς τὰς εὐρυχωρίας ἐκπεσεῖν Polyb.)
ἐξέπεσε διώκων Plut. — он бросился в погоню6) устремляться, выбегать(τῆς ἀγορᾶς δρόμῳ Plut.)
7) убегать(Ἀθήναζε Thuc.; πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Xen.)
8) прорыватьсяἡ ἀκουσίως ἐκπίπτουσα φωνή Plut. — невольно сорвавшееся слово
9) терпеть неудачу(τραγῳδία ἐκπίπτει Arst.; ἐκπίπτοντες ὑπόμισθοι τραγῳδοῦντες Luc.)
ἐκπεσὼν οἰχήσεται Plat. — ему предстоит провал;ἐξέπεσε τοῦ δράματος Plut. — его драма провалилась;ἐκπέπτωκεν ὅ λόγος NT. — слово не сбылось10) впадать, оказыватьсяεἰς λήθην τινὸς ἐκπεσεῖν Aeschin. — забыть о чем-л.;
εἴς τινα παροινίαν ἐκπεσεῖν Plut. — впасть в некое состояние опьянения11) лишаться власти, быть свергаемым(πρός τινος Aesch., Soph.)
12) быть лишаемым, лишаться(τυραννίδος Aesch.; τῆς φιλίας τινός Plut.)
ἐκπεπτωκὼς ἐκ τῶν ἐόντων Her. — потерявший состояние, впавший в нищету;ἀπὸ τῶν ὑπαρχουσῶν ἐλπίδων ἐ. Thuc. — лишиться своих надежд;ἐκπεσεῖν ἐκ τῆς δόξης Isocr. — лишиться (былой) славы;τοῦ φρονεῖν ἐ. Plut. — терять рассудок;τοῦ θράσους ἐκπεσεῖν Plut. — пасть духом;ἐκπεσεῖν τοῦ λόγου Aeschin. — сбиться в речи13) изгоняться(ὑπό τινος Her., Thuc.; ἐκ τῆς Ἑλλάδος ἐκπίπτοντες Thuc.; τῶν οἰκιῶν ἐκπεπτωκότες Xen.; τῆς πατρίδος Plut.)
οἱ ἐκπεσόντες Thuc. и οἱ ἐκπεπτωκότες Plut. — изгнанники;ἐκπεσεῖν τῆς βουλῆς Plut. — быть исключенным из сената;τῶν πολεμίων ἐκπεσόντων Plut. — после изгнания неприятеля (ср. 5)14) распространяться, становиться известнымἐκπεσεῖν εἰς ἀνθρώπους Plat. — стать достоянием людей, т.е. общеизвестным;
φωνέ ἐξ ἄλσους ἐξέπεσε Plut. — из рощи раздался голос15) (об оракулах и т.п.) даваться, объявляться(οἱ νῦν ἐκπίπτοντες χρησμοί Luc.; ἐκπίπτει χρησμὸς ποιεῖν τι Diog.L.)
ταύτης τῆς ἀποκρίσεως ἐκπεσούσης Polyb. — когда был объявлен этот ответ16) переходить, превращаться(ἥ στάσις φιλία - v. l. ἐς φιλίαν - ἐξεπεπτώκει Thuc.; εἰς ἀλλότριον εἶδος Plat.)
-
5 εμπεδος
I2[πέδον]1) прочный, крепкий, непоколебимый(τεῖχος Hom.)
2) незыблемый, нерушимый, верный(ὅρκος, Λοξίου χρησμοί Eur.)
μένειν φρονήμασι ἐμπέδοις ἀμφί τινι Soph. — оставаться верным кому-л.;οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔ. Soph. — изменивший врожденным душевным качествам, т.е. потерявший душевное равновесие3) непоколебимый, стойкий(φρένες, νοῦς, ἦτορ Hom.)
4) неустранимый, неизгладимый(σίνος Aesch.)
5) невредимый, нетронутый(λέχος Hom.)
6) постоянный, непрерывный(φυλακή Hom.; δουλοσύνη Pind.; πόνος Soph.)
οὐκ ἔ. αἰών Emped. — недолгий векII2[πέδη] скованный по ногам Luc. -
6 ευτεκνος
21) имеющий многих детей, окруженный многочисленным потомством, счастливый в (своих) детях(εὔ. βοῦς = Ἰώ Aesch.; Πρίαμος Eur.; γυνή Plut. - ср. 4)
2) сулящий многочисленных детей, предсказывающий счастливое потомство(χρησμοί Eur.)
3) заботящийся о потомстве, чадолюбивый(μέλανες ἀετοί Arst.)
4) плодовитый(γυνή Xen. - ср. 1)
5) ( о детях) прекрасныйεὔ. ξυνιυρίς Eur. — двое милых детей
-
7 μεταχρονιος
-
8 οργαω
1) наливаться (соками), набухать, созревать, поспевать(ὅ καρπὸς ὀργᾷ Her.)
ὀ. ἀμᾶσθαι Her. — поспевать для уборки;ὀ. πρὸς τέν ἄνθησιν Plut. — зацветать, быть в цвету2) пылать страстью, находиться в возбужденном состоянии Arph.3) страстно желать, гореть желанием(ὀ. μαθεῖν Aesch.; ὀ. πρός τι Plut.): (χρησμοί)
, ὦν ἀκροᾶσθαι ὡς ἕκαστος ὤργητο (ppf. med.) Thuc. прорицания, к которым каждый прислушивался в соответствии со своими желаниями4) ( о животных) быть в периоде полового возбуждения(ὀ. πρὸς τέν ὀχείαν Arst.; ὀ. πρὸς τὸ γεννᾶν Plut.)
-
9 ψευδης
I21) ложный, обманчивый(μῦθοι Aesch.; ὄνειροι Eur.; ὅρκοι Plat.; χρησμοί Luc.)
δόξα ψ. Xen. — ложная слава, Plat., Plut. ложное мнение;2) неверный, ошибочный(τιμωρία Plat.)
ψ. λόγος Arst. — ошибочное (ложное) умозаключение3) лживый(λόγοι Hes., Soph.; μάρτυρες NT.)
ἐπὴ ψευδέα ὁδὸν τραπέσθαι Her. — стать на путь лжи;ψ. δόσις Eur. — лживо обещанный дар4) обманутыйψ. γενομένη καὴ παθοῦσ΄ ἀνάξια Eur. — обманутая и оскорбленная
IIψευδῆ ἑαυτὸν καθιστάναι Soph. — показать себя лжецом;
ψευδῆ τινα ἀποδεικνύναι Plat. — изобличить кого-л. во лжи;ψευδῆ φαίνεσθαι Thuc., Xen., Plat. — быть обличенным во лжи, оказаться лжецом - см. тж. ψευδές
См. также в других словарях:
χρησμοί — χρησμός oracular response masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МУСЕЙ — • Musaeus, Μουσαι̃ος, 1. мифический певец (ε̉ποποιός), предсказатель и жрец в Аттике, который, говорят, в догомеровское время ввел и распространил в Аттике жреческую поэзию. Его называют то учеником Орфея, то его сыном, то… … Реальный словарь классических древностей
Sibyllen — (Sibyllae, v. gr., Gottesratherinnen, welche den Willen, den Rath der Götter enthüllten), begeisterte Weiber des frühen Alterthums, deren es mehre gab u. welche man nach den Orten, wo sie bes. prophezeiht hatten, unterschied; zur Zeit Varros… … Pierer's Universal-Lexikon
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Πυθία — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… … Dictionary of Greek
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
σιβυλλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίβυλλα, σιβύλλειος (α. «Σιβυλλικοί χρησμοί» οι Σιβύλλειοι χρησμοί β. «Σιβυλλικά βιβλία» τα Σιβύλλεια*) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αινιγματικός, μυστηριώδης β) αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ακατανόητος,… … Dictionary of Greek
σιβύλλειος — α, ο / σιβύλλειος, εία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [Σίβυλλα] σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Oracle — This article is about the classical medium. For the software company, see Oracle Corporation. For other uses, see Oracle (disambiguation). Consulting the Oracle by John William Waterhouse, showing eight priestesses in a temple of prophecy In… … Wikipedia
Мусей — (Μουσαίος): 1) мифический поэт догомеровского периода, напоминающий Орфея, Евмолпа и др. Деятельность М. всего теснее была связана с Аттикой и культом Деметры; наибольшую известность в читающих кругах древних греков он приобрел во время тирании… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона