Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἔμπεδος

  • 1 εμπεδος

        I
        2
        [πέδον]
        1) прочный, крепкий, непоколебимый
        

    (τεῖχος Hom.)

        2) незыблемый, нерушимый, верный
        

    (ὅρκος, Λοξίου χρησμοί Eur.)

        μένειν φρονήμασι ἐμπέδοις ἀμφί τινι Soph.оставаться верным кому-л.;
        οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔ. Soph. — изменивший врожденным душевным качествам, т.е. потерявший душевное равновесие

        3) непоколебимый, стойкий
        

    (φρένες, νοῦς, ἦτορ Hom.)

        4) неустранимый, неизгладимый
        

    (σίνος Aesch.)

        5) невредимый, нетронутый
        

    (λέχος Hom.)

        6) постоянный, непрерывный
        

    (φυλακή Hom.; δουλοσύνη Pind.; πόνος Soph.)

        οὐκ ἔ. αἰών Emped.недолгий век

        II
        2
        [πέδη] скованный по ногам Luc.

    Древнегреческо-русский словарь > εμπεδος

  • 2 έμπεδος

    ος, ον
    1) твёрдый; стойкий; устойчивый; прочный; непоколебимый; 2) воен, учебный (батальон)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έμπεδος

См. также в других словарях:

  • Ἔμπεδος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπεδος — in the ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπεδος — η, ο (AM ἔμπεδος, ον) 1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος») 2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη 3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που… …   Dictionary of Greek

  • έμπεδος — η, ο 1. ο στερεωμένος καλά στο έδαφος, ακλόνητος, ακράδαντος (κυριολ. και μτφ.). 2. (για καταστάσεις, ιδιότητες), σταθερός, αμετάβλητος, συνεχής. 3. το ουδ. ως ουσ., έμπεδο στατιωτική μονάδα που οργανώνεται σε καιρό πολέμου και αντικαθιστά στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπεδώτατα — ἔμπεδος in the ground adverbial superl ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπέδως — ἔμπεδος in the ground adverbial ἔμπεδος in the ground masc/fem acc pl (doric) ἐμπεδόω confirm imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπεδον — ἔμπεδος in the ground masc/fem acc sg ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεδώτερος — ἔμπεδος in the ground masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐμπέδοις — Ἔμπεδος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπέδοις — ἔμπεδος in the ground masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐμπέδου — Ἔμπεδος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»