-
41 παρά-κειμαι
παρά-κειμαι (s. κεῖμαι), daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; τράπεζα, Il. 24, 476; ὀϊστόν, ὅς οἱ παρέκειτο, Od. 21, 416; u. in der Iterativform, παρεκέσκετο, 14, 521; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσϑαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen, 22, 65; παρκείμενον τέρας, Pind. Ol. 13, 103; Ἀΐδᾳ παρακείμενος, Soph. Phil. 849; ἕτοιμον ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον, Plat. Tim. 72 c; Sp., ἡ παρακειμένη πύλη, das benachbarte, nächste Thor, Pol. 7, 16, 5, öfter; – übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; – τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen, Pol. 3, 57, 8, Ath. IV, 157 a u. A. – Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. χρόνος, tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch παράϑεσις, nicht σύνϑεσις verbundene Wörter, Gramm.
-
42 περισσό-βοτος
περισσό-βοτος, mit überflüssiger Speise, τράπεζα, Nonn.
-
43 περιῤ-ῥέω
περιῤ-ῥέω (s. ῥέω), 1) rings umfließen, umströmen; c. acc., τὸν δ' (μοχλόν) αἷμα περίῤῥεε, Od. 9, 388; Her. 2, 29; Thuc. 4, 102; pass., Xen. An. 1, 5, 4; ἃς περιῤῥεῖν τὸν ἀέρα, Plat. Phaed. 111 a; u. übertr., οἱ ἐν τῇ παλαίστρᾳ ἅπαντες περιέῤῥεον ἡμᾶς κύκλῳ κομιδῇ, Charm. 155 d; λέγεται κύκλῳ τὸν τόπον περιῤῥεῠσαι τὸ πῦρ, Lycurg. 96; pass. ἱδρῶτι περιῤῥεόμενοι, S. Emp. pyrrh. 1, 238, wie αἵματι, von Blut triefend, Plut. Aem. P. 26. – 2) intrans., herumfließen, von allen Seiten herunterfließen od. -gleiten, z. B. von Fesseln, Xen. An. 4, 3, 8; vgl. Thuc. 4, 12; Luc. D. D. 4, 1. 19, 1; ἐλέφαντος περιῤῥυῆναι, hinunterfallen, Plut. Alex. 60, vgl. Artax. 15. – Uebertr., σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσϑω καὶ περιῤῥείτω βίος, Soph. El. 354, dir ströme das Leben, der Lebensbedarf über, du magst im Ueberfluß leben; οὐδενὸς περιῤῥέοντος, Nichts war überflüssig, Plut. Per. 16.
-
44 σελίνινος
-
45 τραπεζότης
τραπεζότης, ἡ, das Abstractum von τράπεζα, gleichsam die Tischheit, D. L. 6, 53.
-
46 τραπέζιον
-
47 τράπεσδα
-
48 χρηματιστήριον
χρηματιστήριον, τό, Ort zur Betreibung von Geschäften, bes. – a) Ort zur Betreibung von Handels-od. Geldgeschäften, Börse, καὶ τράπεζα Plut. Caes. 57, Wechslerbude. – b) Ort zur Betreibung von Staatsgeschäften, Berathungszimmer, Gerichtssaal, Audienzsaal, D. Sic. 1, 1. 14, 7. – c) ein Orakel, LXX.
-
49 κρεω-πωλικός
κρεω-πωλικός, ή, όν, den Fleischer betreffend, fleischermäßig, Plut. Symp. 2, 10 τράπεζα.
-
50 κυπελλο-τόκος
κυπελλο-τόκος, τράπεζα, Becher (hervorbringend) tragend, Nonn. D. 47, 62.
-
51 γεραρός
γεραρός (γέρων, γεραιός, γέρας; von γεραρός ist γεραίρω abgeleitet, nicht umgekehrt), Achtung gebietend, stattlich, ehrwürdig; Hom. zweimal: Iliad. 3, 170 sagt Priamos ὥς μοι καὶ τόνδ' ἄνδρα πελώριον ἐξονομήνῃς, ὅς τις ὅδ' ἐστὶν Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε. ἤτοι μὲν κεφαλῇ καὶ μείζονες ἄλλοι ἔασιν· καλὸν δ' οὕτω ἐγὼν οὔ πω ἴδον ὀφϑαλμοῖσιν οὐδ' οὕτω γεραρόν· βασιλῆι γὰρ ἀνδρὶ ἔοικεν; der also Beschdiebene ist Agamemnon; vs. 211 στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, ἄμφω δ' ἑζομένω, γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς. – Bei den Folg. zum Theil = alt, ehrwürdig durch das Alter, vgl. γεραιός; Aesch. Ag. 722; Eur. Suppl. 742; öfter sp. D.; Plut. Alex. 26 γεραρὸς τὸ εἶδος, u. Sp. Auch von Dingen, ansehnlich, stattlich, τράπεζα Xenophan. bei Ath. XI, 462 e; τὸ γερ. ἤϑους M. Ant. 1, 15. Vgl. γεραιρός.
-
52 εὐ-λᾶϊγξ
-
53 εὔ-ξοος
εὔ-ξοος, ep. ἐΰξοος, = εὔξεστος; ἅρμα Il. 2, 390; δίφρος Od. 4, 590; τράπεζα Il. 11, 628; τόξον 1, 105; ζυγόν 13, 706; δουροδόκη Od. 1, 128; von Metallarbeit, σκέπαρνον, die wohlgeglättete, wohlgeschliffene oder wohlbehauene, 5, 237; auch contr. ἐΰξου δουρός, Il. 10, 373. – Auch = leicht zu glätten, εὐξοώτερος, Theophr.
-
54 κῡανό-πεζα
κῡανό-πεζα, mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.
-
55 ξεστός
ξεστός, geschabt, durch Behauen, Schaben, Hobeln u. dgl. geglättet u. polirt, bes. von Holzsachen; οὐδός, Od. 18, 33; ἵππος, vom hölzernen Pferde, 4, 272; ἐφόλκαιον, 14, 350; τράπεζα, 1, 138; ἐλάται, 12, 172; auch von behauenen, polirten Steinen, ἐπὶ ξεστοῖσι λίϑοις Il. 18, 504, öfter; τετυγμένα δώματα Κίρκης ξεστοῖσιν λάεσσι, Od. 10, 211; so auch ξεστῇς αἰϑούσῃσι zu nehmen, Il. 6, 243, vgl. 20, 11; von Horn, διὰ ξεστῶν κεράων Od. 19, 566. So auch die Folgdn; ξεστᾷ ἀπήνᾳ Pind. P. 4, 94, δίφρος P. 2, 10, πέτρος N. 10, 67; τύμβος, τάφος, Eur. Alc. 839 Hel. 992; πόλεως ἀγυιαί, Hero. Eur. 782; πίναξ, Ar. Thesm. 778; λίϑος, Her. 2, 124; Sp., bei denen es übh. glatt, kahl bedeutet.
-
56 μεσῖτις
-
57 βαιός
βαιός, ά, όν, klein, gering, βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν Pind. P. 9, 77; μέρος Aesch. Ag. 1556; νῆσος Pers. 440; στέγη Soph. Phil. 286; χρόνος, Ggstz οὐχὶμυρίος, Tr. 44; vgl. Phani. 1 (XII, 31) u. öfter; Ggstz der μεγάλοι, vom niedrigen Stande, Ai. 160; τράπεζα Antiphan. Ath. XII, 544 f; oft in Anth., βαιῆς ἄπο, sc. ἡλικίας, von klein auf, Ep. ad 732 ( App. 210); βαιότερον, Ggstz von μεῖζον, Parmenid. 106. – Adv. βαιόν, ein wenig, Soph. Ai. 90 u. sp. D.; βαιά Ar. Ach. 2; κατὰ βαιόν, nach und nach, D. Per. 622. In Prosa Hippocr. p. 2, 4 F. im Ggstz von πολλοί.
-
58 δελφινίς
-
59 μονό-πους
-
60 μονό-κυκλος
μονό-κυκλος, mit einem Kreise, einer Scheibe, τράπεζα, Poll. 10, 81.
См. также в других словарях:
τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — table fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα … Dictionary of Greek
Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… … Dictionary of Greek
Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… … Dictionary of Greek
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… … Dictionary of Greek
Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)