-
1 τραπεζοτης
-
2 τραπεζότης
τραπεζότης, ἡ, das Abstractum von τράπεζα, gleichsam die Tischheit, D. L. 6, 53.
-
3 τραπεζότης
τραπεζότηςtable-nature: fem nom sg -
4 τραπεζότης
τραπεζότης, ἡ, das Abstractum von τράπεζα, gleichsam die Tischheit -
5 τραπεζότης
A table-nature, tableness, Pl. ap. D.L.6.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζότης
-
6 τραπεζότητα
τραπεζότηςtable-nature: fem acc sg
См. также в других словарях:
τραπεζότης — table nature fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζότητα — τραπεζότης table nature fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεττιγότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. της* κατά τα ποδότης, τραπεζότης] … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek