-
1 αδρος
31) крупный, большой, массивный(κίονες, λέμβος Diod.)
2) большой, рослый, крепкий(παιδίον Her.; παῖδες Plat.; ἄνδρες Isocr.; χοῖρος Xen.)
3) спелый, созревший(καρπός Her.; σῖτος ὅ μήπω ἁ. Arst.)
4) обильный, густой(χιών Her.; ψακάδες Arst.; δωρεαί τε καὴ τιμαί Diod.)
5) многоводный, вздувшийся(ῥεύματα Arst.)
6) мощный, сильныйτὰ δήγματα ποιεῖν ἁδρά Diod. — наносить глубокие укусы;
πῦρ ἁδρόν Plut. — яркий огонь;ἁ. πόλεμος Arph. — ожесточенная война -
2 αναθηματικος
-
3 ανεξαλειπτος
-
4 αρχηγος
-
5 βουθυτος
21) связанный с принесением в жертву быков(τιμαί, ἦμαρ Aesch.; ἡδονή, ἡμέρα Eur.)
2) предназначенный для жертвоприношения, жертвенный(ἑστία Soph.; ἐσχάρα Arph.)
-
6 γηποτος
-
7 δαφνηφορος
2лавроносный, увенчанный лавром(Ἀπόλλων Anacr., Plut.)
δαφνηφόροι κλῶνες Eur. — лавровые ветви;δαφνηφόροι τιμαί Aesch. — благоговейное венчание лаврами -
8 εγγραπτος
2(за)писанный, письменный(νόμοι Diod.)
; письменно оформленный(τιμαί Polyb.)
εἰρήνη ἔ. Polyb. — письменный договор о мире -
9 εξαιρετος
I.3( легко) вынимающийся, выдвижной(λίθος Her.)
II.21) отложенный в сторону, выделенный(χρήματα Thuc.)
ἐξαίρετον ποιήσασθαί τινα Dem. — выделить кого-л. особо;μόνῳ τινὴ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν τι Lys. кому-л. — одному предоставлено исключительное право делать что-л.2) исключенный, особыйἐξαιρετον ποιήσασθαι οὐδένα Thuc. — ни для кого не делать исключения;
στρατηγία ἐ. Plut. (лат. praetura extraordinaria или extra ordinem) — чрезвычайная претура (т.е. представляемая в изъятие из действующих законов о возрастном цензе и т.п.)3) избранный, отборный, лучший(κοῦροι Ἰθάκης Hom.; κᾶπος Pind.; δώρημα Aesch.; τιμαί Isocr.)
4) исключительный, особенный(μόχθος Pind.)
5) особо выделенный, т.е. посвященный(τοῖς θεοῖς Arst.)
-
10 επινικιος
-
11 ευμουσος
21) посвященный Музамεὔμουσοι τιμαί Arph. — посвященные Музам состязания, т.е. состязания в искусствах
2) художественный, изящный(παιδιά Luc.)
3) стройный, музыкальный, певучий(μολπή Eur.; χεύματα Anth.)
-
12 θεοπομπος
-
13 ισοθεος
2(поэт. тж. ῑ)1) равный богам, богоподобный, божественный(φώς Hom., Aesch.)
τοῖς ἰσοθέοις ἔγκληρα λαχεῖν Soph. — получить одинаковый удел с полубогами2) достойный богов(τυραννίς Eur.; τιμαί Isocr., Polyb., Plut.)
-
14 κιβδηλος
дор. κίβδᾱλος 21) поддельный, фальшивый(χρυσός Eur.; νόμισμα Xen.)
2) фальсифицированныйκίβδηλόν τι Plat. какая-л. — подделка, фальсификация
3) ненастоящий, обманчивый, ложный(τιμαί Plat.)
4) притворный, лицемерный(θωπεύματα Plut.)
5) плутовской, нечестный(ἐπιτηδεύματα Plat.)
6) недостоверный, двусмысленный, сомнительный(χρησμός Her.)
7) не внушающий доверия, ненадежный(πόλις Dem.)
-
15 λαμπροτης
- ητος ἥ1) сияние, яркость(ἡλίου NT.)
2) блеск, сверкание(τῶν ὅπλων Polyb.)
3) великолепие, прекрасный вид(τοῦ στρατεύματος, τοῦ ἵππου Xen.)
4) блистательность, величие(ψυχῆς Polyb.; τῶν πράζεων Diod.)
5) слава, знатность(λ. καὴ τιμαί Thuc.)
6) чистота, ясность(φωνῆς Plut.)
-
16 μοιριος
-
17 τριπαις
1) имеющий троих детей Plut.2) даваемый лицам, имеющим трех детейτρίπαιδες τιμαί Plut. (лат. jus trium liberorum) — закон о льготах для отцов трех детей
-
18 υπερογκος
21) чрезвычайно распухший(ἥ κνήμη Xen.)
2) страшно толстый(πιμελές καὴ ὑ. Luc.)
3) непомерно раздутый, разбухший(δύναμις Dem.)
4) огромный5) чрезмерный(τιμαί Plut.)
6) надутый, надменный(φρόνημα Plut.)
7) напыщенный, высокопарный(λέξις Plut.; ὑπέρογκα φθέγγεσθαι NT.)
-
19 ψευδομαρτυς
-
20 ψευδωνυμος
2ложно именуемый(φιλόσοφος, τιμαί Plut.; γνῶσις NT.)
Ὑβριστές ποταμὸς οὐ ψ. Aesch. — река, недаром называющаяся Гибристом («Яростной»)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τιμαί — τῑμαί , τιμή worship fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμᾶι — τῑμᾷ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg τῑμᾷ , τιμάω honour pres ind mp 2nd sg (epic) τῑμᾷ , τιμάω honour pres subj act 3rd sg τῑμᾷ , τιμάω honour pres ind act 3rd sg (epic) τῑμᾷ , τιμή worship fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… … Hofmann J. Lexicon universale
XENIUS — Iuppiter sic dictus, quasi Hospitalis. Virg. l. 1. Aen. v. 735. Iuper, hospitibus nam te dare iura loquuntur. Meminit eius Suidas in voce Ξένιος ζεὺς. Julius Pollux Onomast. l. 1. c. 1. num. 23. Plut. l. de Exilio, Ξενίου Διος πολλαὶ τιμαὶ καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
βούθυτος — βούθυτος, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από θυσία βοδιών («βούθυτος ηδονή», «βούθυτοι τιμαί») 2. εκείνος πάνω στον οποίο («βούθυτος ἑστία», «... ἐσχάρα») ή κατά τον οποίο («βούθυτον ἧμαρ», «βούθυτος ἡμέρα») γίνονται θυσίες βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
γάποτος — γάποτος, ον (Α) αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» οι νεκρικές χοές). [ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + ποτος < πίνω] … Dictionary of Greek
δημηγόρος — δημηγόρος, ον (Α) 1. αυτός που ταιριάζει σε δημόσιο ρήτορα 2. φρ. α) «τιμαὶ δημηγόροι» οι τιμές που αποδίδονται στον αγορητή β) «στροφαὶ δημηγόροι» σοφιστικά τεχνάσματα 3. το αρσ. ως ουσ. ο δημηγόρος ο δημαγωγός αγορητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος +… … Dictionary of Greek
επιτείνω — (AM ἐπιτείνω) [τείνω] 1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.) αρχ. 1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα… … Dictionary of Greek
θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… … Dictionary of Greek
ισολύμπιος — ἰσολύμπιος, ον (Α) 1. όμοιος με αυτόν που απονέμεται στους Ολύμπιους θεούς, θείος («ἰσολύμπιοι τιμαί», Φίλ.) 2. (για αγώνες) όμοιος με τους Ολυμπιακούς αγώνες … Dictionary of Greek
ξενοφόνος — ξενοφόνος, ιων. τ. ξεινοφόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει τους ξένους 2. φρ. «ξενοφόνοι τιμαί» τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ξεῖνος + φόνος (< φόνος < θείνω*), πρβλ. θηρο φόνος] … Dictionary of Greek