-
41 ιερατικος
-
42 ιοστεφανος
2увенчанный фиалками, в венке из фиалок -
43 καλλινικος
I21) одерживающий славные победы, торжествующий победу(τῶν ἐχθρῶν, ἄναξ Eur.)
2) победный(ὕμνος, κῦδος Pind.; στέφανος Eur.)
II -
44 καλλιπαις
-
45 καλλιστεφανος
-
46 καλλιχορος
21) с прекрасными площадями для хороводов(Πανοπεύς Hom.; πόλις Pind.; Ἀθῆναι Eur.; ἀγορά Anth.)
2) предназначенный для прекрасных плясок, хороводный(παιάν, στέφανος Eur.)
3) кружащийся в изящной пляске, ведущий хоровод(δελφῖνες Eur.)
τρόπον τὸν καλλιχορώτατον Arph. — в чудеснейшем хороводе -
47 καλυκοστεφανος
2увенчанный цветочными бутонами, в венце из нераспустившихся цветов(ὥραι Poeta ap. Plut.; sc. παρθένος Anth.)
-
48 κισσινος
-
49 κισσοστεφανος
-
50 κλεινος
1) славный, прославленный, знаменитый(οἰκιστήρ, γάμος Pind.; ἀνήρ Plat.; Οἰδίπους, Σαλαμίς, αἰνίγματα Soph.; πόλις, ὄνομα Arph.; στέφανος Eur.; κ. ἐν ταῖς παρθένοις γεγονώς Plut.)
τόξοισι κ. Aesch. — прославленный стрелок2) известный, хорошо знакомыйκαὴ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ Luc. — и это хорошо о нем известно - см. тж. κλεινά
-
51 κλυτοκαρπος
-
52 λευκοινος
ὁ (sc. στέφανος) венок из левкоев Anth. -
53 λιποστεφανος
-
54 μαρτυς
1) свидетель(ница)(μάρτυρας καλεῖν θεούς Soph.)
2) свидетельство, подтверждение, доказательство, доводμάρτυρα παράγεσθαί или ἐπάγεσθαί τι Plat. — приводить что-л. в подтверждение
3) засвидетельствовавший своей кровью, т.е. мученик(Στέφανος ὅ μ. NT.)
-
55 μνησιστεφανος
-
56 μυρρινη
1) мирт(μυρσίνης κλάδοι Eur.)
2) миртовая ветвь(μυρσίνας στέφανος Pind.)
3) миртовый венок Arph.4) pl. место продажи миртовых ветвей и венковἐν ταῖς μυρρίναις Arph. — на миртовом рынке
-
57 μυρτος
ἥ1) мирт Theocr.2) миртовая ветвь(στέφανος μύρτων Pind.)
λευκωθεὴς κάρα μύρτοις Pind. — увенчанный белыми цветами мирта -
58 νεοθηλης
I2[θηλή] недавно родившийся, новорожденный(μόσχος Anth.)
IIдор. νεοθᾱλής 2[θάλλω]1) молодой, свежий(ποίη Hom.; ὕλη HH.; στέφανος Hes.)
2) девичий(αἰσχύνη Eur.)
3) юношеский(εὐφροσύνη HH.)
-
59 νικηφορος
Iдор. νῑκᾱφόρος 21) дающий победу(δίκη Aesch.)
2) победоносный(πατήρ Soph.)
3) победный(στέφανος, ἀγλαΐα Pind.)
4) принадлежащий победителю, триумфаторский(ἅρματι νικηφόρῳ παρεστώς Plut.)
5) сулящий победуIIдор. νῑκᾱφόρος ὅ победитель Plat., Xen. etc. -
60 πιτυινος
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek