Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κισσοστέφανος

См. также в других словарях:

  • κισσοστέφανος — κισσοστέφανος, ον (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στέφανος (< στέφανος), πρβλ. σταχυο στέφανος, χαλκο στέφανος] …   Dictionary of Greek

  • κισσοστέφανον — κισσοστέφανος ivy crowned masc/fem acc sg κισσοστέφανος ivy crowned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»