-
61 πλεκτος
3[adj. verb. к πλέκω См. πλεκω]1) плетеный(τάλαρος Hom.; στέγαι Aesch.; κύτος Eur.)
2) витой, крученый(σειρή Hom.)
πλεκτέ Αἰγύπτου παιδεία Eur. — египетские канаты3) сплетенный(στέφανος Eur.)
ἄνθη πλεκτά Aesch. — гирлянды цветов - см. тж. πλεκτή -
62 ποταινιος
-
63 πτερινος
-
64 ροδινος
-
65 σαπρος
31) гнилой, прогнивший, истлевший(ἱσχίον, βύρσα Arph.; ἱμάς Men.)
2) трухлявый(δένδρον NT.)
3) увядший(στέφανος Dem.)
4) перестоявшийся(τάριχος, τρύξ Arph.)
5) ветхий, дряхлый(γέρων καὴ σ. Arph.)
6) истрепанный, избитый(προσαγορεύειν σαπρόν Arph.)
7) давнишний(εἰρήνη Arph.)
8) порочный(λόγος NT.)
-
66 σταχυοστεφανος
-
67 υμνοθετης
-
68 υψιστος
3[superl. к ὑψηλός См. υψηλος]1) высочайший(Ζεύς Pind., Aesch., Soph.; Ζηνὸς πάγος Soph.)
2) высший, лучший(κέρδος, στέφανος Pind.)
3) крайний, худший(κακά Aesch.)
ὕ. ἐν βροτοῖς φόβος Aesch. — величайший для смертных ужас4) (все)вышнийἐν τοῖς ὑψίστοις NT. — в вышних, в небесах
-
69 φιλοστεφανος
21) любящий венки(Ἀφροδίτη HH.; κῶμοι Eur.; Ἀπόλλων Anth.)
2) добивающийся венков, т.е. наград Polyb., Plut. -
70 φυλλινος
-
71 χαλκοστεφανος
-
72 χλωροκομος
-
73 χρυσεος
(ῡ, поэт. иногда ῠ)1) золотой, отделанный (блистающий, сияющий) золотом или позолоченный(δέπας, σκῆπτρον, θρόνος, δώματα Hom.; σάκος, αἰχμή Her.; τρίπους, φιάλα, δίφρος Pind.; κράνος Xen.; στέφανος Plat.; ἀναδέσμη Eur.)
χρύσεια μέταλλα Thuc. — золотые рудники;Ἀλέξανδρος ὅ χ. Her. — золотое изваяние Александра;χρυσοῦν ἱστάναι τινά Luc. — воздвигнуть кому-л. золотую статую2) перен. золотой, сияющий как золото, золотистый(νεφέλη, νέφος Hom.; σθένος ἀελίου Pind.; ἁμέρα Soph.)
ἵπποω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. — златогривые кони;αὐτῆς χρυσοτέρη Κύπριδος Anth. — лучезарнее самой Киприды3) перен. золотой, драгоценный, бесценный(ἐλαία, δάφνα Pind.; ἐλπίς, τιμή Soph.; λογισμοῦ ἀγωγή Plat.; βίος Luc.)
χρύσειοι πάλαι - v. l. πάλιν - ἄνδρες Theocr. — люди древнего золотого века -
74 χρυσοστεφανος
-
75 χρυσοτευκτος
-
76 χρυσοφαης
-
77 ψυχαπατης
-
78 ακάνθινος
η, ο[ν] с шипами, колючий;§ ακάνθινος στέφανος — терновый венок
-
79 δάφνινος
η, ο [ίνη, ον] лавровый;δάφνινος στέφανος — лавровый венок
-
80 διάδημα
диадема (головная повязка, знак царственности у персов - синяя лента, обшитая белым, которую персидские цари привязывали к тиаре, т.е. головному убору древних восточных царей, напоминающему корону); син. Στέφανος; LXX: (כֶּתֶר).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διάδημα
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek