-
1 πιτυινος
См. также в других словарях:
πιτύϊνος — η, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίτυ ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πίτυ («τὸν πρῶτον ἀγῶνα ἔθεσαν περὶ στεφάνου πιτυΐνου», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιτυΐνη ρητίνη από πίτυ αρχ. φρ. «πιτύϊνος οἶνος» ο ρητινίτης. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πιτυίνων — πιτύινος of fem gen pl πιτύινος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνη — πιτύινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνην — πιτύινος of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνης — πιτύινος of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνοις — πιτύινος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνου — πιτύινος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνους — πιτύινος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνῃ — πιτύινος of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνῃς — πιτύινος of fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνας — πιτυίνᾱς , πιτύινος of fem acc pl πιτυίνᾱς , πιτύινος of fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)