Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πῐτύϊνος

См. также в других словарях:

  • πιτύϊνος — η, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίτυ ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πίτυ («τὸν πρῶτον ἀγῶνα ἔθεσαν περὶ στεφάνου πιτυΐνου», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιτυΐνη ρητίνη από πίτυ αρχ. φρ. «πιτύϊνος οἶνος» ο ρητινίτης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πιτυίνων — πιτύινος of fem gen pl πιτύινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνη — πιτύινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνην — πιτύινος of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνης — πιτύινος of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνοις — πιτύινος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνου — πιτύινος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνους — πιτύινος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνῃ — πιτύινος of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνῃς — πιτύινος of fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνας — πιτυίνᾱς , πιτύινος of fem acc pl πιτυίνᾱς , πιτύινος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»