-
1 φθείρω
φθείρω / δια|φθείρω ['губить'] 1. уничтожать, истреблять, разорять; 2. подкупать, совращать pf. pass. εφθαρμαι aor. pass. ἐφθάρην -
2 διαφθείρω
φθείρω / δια|φθείρω ['губить'] 1. уничтожать, истреблять, разорять; 2. подкупать, совращать pf. pass. εφθαρμαι aor. pass. ἐφθάρην -
3 διαφθειρω
(fut. διαφθερῶ, aor. διέφθειρα, pf. 1 διέφθαρκα, pf. 2 διέφθορα; pass.: aor. 2 διεφθάρην, pf. διέφθαρμαι)1) разрушать(πόλιν Hom.)
; уничтожать, опустошать(ὑὸς χρῆμα τὰ ἔργα διαφθείρει Her.; ἔλαφος διαφθείρων τέν νόμην Arst.)
2) убивать, умерщвлять(τινά Her.)
; pass. погибать(λιμῷ Her.; πᾶς διέφθαρται στρατός Aesch.)
3) разрушать, повреждать, портить(αἱ νῆες διεφθάρησαν Her.)
; расстраивать(τέν συνουσίαν Plat.)
τῶν οὕτερος διέφθαρτο Her. — (у Креза было два сына), из которых один был калекой;διεφθαρμένος τέν ἀκοήν Her. — глухой;ὑπὸ τῆς νόσου διεφθαρμένος Isocr. — надломленный болезнью;διεφθάρθαι φρένας Eur. — прийти в уныние;τέν φρόνησιν διαφθαρείς Isocr. — потерявший рассудок4) искажать, извращать(νόμους, γραμματεῖον Isocr.)
5) совращать, развращать(γυναῖκα Lys.; κόρην Men.; τοὺς νέους Plat.)
6) (тж. δ. νομῇ χρημάτων Aeschin., ἐπὴ χρήμασι Dem., ἀργυρίῳ и διὰ κέρδος Arst.) подкупать(τινα Her., Dem.)
7) портитьсяδιέφθορας Hom. — ты потерял рассудок;τὰ διεφθορότα σώματα Plut. — гниющие тела
См. также в других словарях:
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
καταχαλώ — και καταχαλνώ (AM καταχαλῶ, άω, Μ και καταχαλνώ) (μτβ.) καταστρέφω, φθείρω ολοσχερώς νεοελλ. (αμτβ.) καταστρέφομαι εντελώς νεοελλ. μσν. 1. γκρεμίζω 2. εξαφανίζω, αφανίζω 3. εξολοθρεύω, φονεύω 4. βασανίζω, τυραννώ 5. (ο πληθ. τού ουδ. τής μτχ. παθ … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
περιεσθίω — Α 1. τρώω ή δαγκώνω κάτι γύρω γύρω («περιεσθίων τὸ σκληρὸν τῆς μαλάχης φύλλον», Λουκιαν.) 2. φθείρω κάτι γύρω γύρω («διὰ τὸν χρόνον τοῡ ἰοῡ περιφαγόντος τὸ ἀσθενὲς τοῡ σιδήρου», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐσθίω «τρώω»] … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
υποφθορεύς — έως, ὁ, Α αυτός που διαφθείρει ύπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φθορεύς (< φθορά < φθείρω), πρβλ. δια φθορεύς] … Dictionary of Greek