-
1 αιματηρος
1) кровавый(σταγόνες Eur.)
2) окровавленный(τεῦχος Aesch.)
φλὸξ αἱματηρά Aesch. — пламя, пожирающее окровавленные жертвы;στόνος αἱ. Soph. — стон от кровавых ран;αἱ αἱματηραὴ ὀμμάτων διαφθοραί Soph. — кровавое самоослепление (Эдипа)3) кровопролитный, губительный(ἔρις, πνεῦμα Aesch.)
-
2 διψιος
-
3 σταγων
- όνος ἥ1) капляμεταβάλλεσθαι εἰς σταγόνας Arst. — осаждаться в виде капель;
φόνου σταγόνες Aesch. — капли крови2) перен. струя, влагаμαζῶν σ. Anth. — влага сосцов, т.е. молоко
3) стагон ( род металла) Plat. -
4 υγροβολος
-
5 υδρηλος
31) влажный, мокрый, сырой(λειμῶνες Hom.)
λιβάδες ὑδρηλαί Aesch. — влага;σταγόνες ὑδρηλαί Eur. — обильная роса2) служащий для воды(κρωσσοί Eur.)
-
6 φονιος
3 и 21) кровавый(σταγόνες Aesch.; τραῦμα, ἔργα Eur.)
2) кровопролитный(ἀγών Eur.)
3) обагренный кровью, окровавленный(χεῖρες Aesch.; πέλεκυς Soph.; αἰχμά Eur.)
4) кровожадный, губительный(δράκων Aesch.; Ἀΐδας Soph.)
φόνια δέρκεσθαι Arph. — кровожадно глядеть;πληγέ φονία Aesch. — смертельный удар, убийство -
7 φονος
I.3II.ὅ (см. 7) тж. pl.1) убийствоφόνον τεύχειν или φυτεύειν τινί Hom. — готовить чьё-л. убийство;
φόνου δικάζειν Luc. — судить за убийство;φόνοι πατρός или πατρῷοι Soph. — убийство отца;φόνος Ἑλληνικός Her. — избиение греков;φόνοι τ΄ ἀνδροκτασίαι τε Hom. — резня и человекоубийство;ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀποθανεῖν NT. — погибнуть от меча2) смертная казньφ. δημόλευστος Soph. — казнь через побиение камнями
3) (тж. φ. αἵματος Hom.) пролитая кровь(κεῖσθαι ἐν φόνῳ Hom.)
φόνου σταγόνες Soph. — капли крови;ταύρειος φ. Aesch. — кровь (заколотого в жертву) быка4) жертва убийства, труп убитогоὁ φ. καθαιμακτός Eur. — окровавленный труп;
собир. φ. βροτῶν Aesch. — трупы убитых5) туша, мясо6) орудие убийстваμελίη, φ. ἔμμεναί τινι Hom. — ясеневое копье, предназначенное для уничтожения кого-л.
7) убийца(Μήδεια, ἁ Πελίαο φ. Pind.)
-
8 αιμάτινος
-
9 σταγόνα
[-ων (-όνος)] η1) капли;κατά σταγόνας — по капле;
σταγόνα σταγόνα капля за каплей;
σταγόνες βροχής — капли дождя;
2) πλ. архит. гутты;§ δεν έμεινε ούτε σταγόνα — не осталось ни капли;
ως ( — или μέχρι) την τελευταία σταγόνα τού αίματος μου — до последней капли крови;
καί σταγόνα τρώει την πέτρα — и капля камень долбит
См. также в других словарях:
σταγόνες — σταγών drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… … Dictionary of Greek
Mikro — Origin Thessaloniki, Greece Genres Electropop Trip hop Drum n bass Easy Listening Dance Years active 1998 present Labels … Wikipedia
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… … Dictionary of Greek
αποστάζω — (Α ἀποστάζω) νεοελλ. υποβάλλω κάτι σε απόσταξη αρχ. 1. αφήνω κάτι να πέφτει κατά σταγόνες 2. πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
καταστάζω — (AM) (για υγρό) σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες («βωμὸς Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος», Ευρ.) αρχ. 1. αφήνω κάποιο υγρό να πέσει σε σταγόνες 2. (για νόσο) βγάζω υγρό 3. (για υγρό) υγραίνω κάτι … Dictionary of Greek
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… … Dictionary of Greek
μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… … Dictionary of Greek