-
1 αιματηρος
1) кровавый(σταγόνες Eur.)
2) окровавленный(τεῦχος Aesch.)
φλὸξ αἱματηρά Aesch. — пламя, пожирающее окровавленные жертвы;στόνος αἱ. Soph. — стон от кровавых ран;αἱ αἱματηραὴ ὀμμάτων διαφθοραί Soph. — кровавое самоослепление (Эдипа)3) кровопролитный, губительный(ἔρις, πνεῦμα Aesch.)
-
2 αιματηρός
η, ό [ά, όν ]1) содержащий кровь, кровяной;πτύελα — мокрота с кровью;2) кровавый, кровопролитный;αιματηρή μάχη — кровопролитный бой;
3) сопряжённый с тяжёлыми жертвами, непосильный, тяжёлый;αιματηρές θυσίες — тяжёлые жертвы;
αιματηρές προσπάθειες — огромные усилия;
αιματηρά έξοδα — огромные затраты;
αιματηρές οικονομίες — сбережения, сделанные ценой огромных усилий
-
3 αιματηρός
[эматирос] επ кровавый, окровавленный. -
4 δομοσφαλης
-
5 ξυμμιγης
21) смешанный, разнородный(βοσκήματα Soph.)
κεχωρισμένος ἢ σ. Plat. — обособленный (чистый) или смешанный;αἱματηρὸς πέλανος Σκύθης Θρῄξ τε σ. φόνος Eur. — кровь скифская, смешавшаяся с фракийской;πόνοι νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Aesch. — новые беды, прибавившиеся к старым несчастьям2) смешанный, беспорядочный(ἤχη Plut.)
τεύχη συμμιγῆ Eur. — разбросанные в беспорядке сосуды3) совместный, общий4) плотный, густой(σκιά Plat.; δρυμός Plut.)
5) мутный(ὅ Νεῖλος Plut.)
-
6 συμμιγης
21) смешанный, разнородный(βοσκήματα Soph.)
κεχωρισμένος ἢ σ. Plat. — обособленный (чистый) или смешанный;αἱματηρὸς πέλανος Σκύθης Θρῄξ τε σ. φόνος Eur. — кровь скифская, смешавшаяся с фракийской;πόνοι νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Aesch. — новые беды, прибавившиеся к старым несчастьям2) смешанный, беспорядочный(ἤχη Plut.)
τεύχη συμμιγῆ Eur. — разбросанные в беспорядке сосуды3) совместный, общий4) плотный, густой(σκιά Plat.; δρυμός Plut.)
5) мутный(ὅ Νεῖλος Plut.)
См. также в других словарях:
αἱματηρός — bloodstained masc nom sg αἱματηρός bloodstained masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… … Dictionary of Greek
αιματηρός, -ή — ό 1. γεμάτος αίμα: Σήμερα ο άρρωστος είχε αιματηρά φλέγματα. 2. αυτός που κάνει να τρέξει αίμα: Η σύγκρουση ήταν αιματηρή. 3. ο υπερβολικά πιεστικός: Τον τελευταίο καιρό κάνουμε αιματηρές οικονομίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱματηρά — αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc/acc dual αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρόν — αἱματηρός bloodstained masc acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg αἱματηρός bloodstained masc/fem acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρῶν — αἱματηρός bloodstained fem gen pl αἱματηρός bloodstained masc/neut gen pl αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροτέροις — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροί — αἱματηρός bloodstained masc nom/voc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροῦ — αἱματηρός bloodstained masc/neut gen sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρούς — αἱματηρός bloodstained masc acc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρῷ — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)