-
1 σταγονίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταγονίας
-
2 σταγονιαῖος
A in drops or grains, PMag.Par.1.215.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταγονιαῖος
-
3 σταγονῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταγονῖτις
См. также в других словарях:
Монастырь Святого Стефана — православный храм Монастырь Святого Стефана греч. Μονή Αγίου Στεφάνου … Википедия
σταδιαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων. β. «καθ οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῑον», Πολ. γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ ὕψος», Διόδ. δ. «σταδιαῑος δρόμος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
σταλαγμίας — ὁ, Α 1. αυτός που αφήνει να πέφτουν σταλαγματιές 2. συνεκδ. άλλη ονομασία τού φυτού χαλκανθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + επίθημα ίας (πρβλ. σταγον ίας)] … Dictionary of Greek
σταλαγμιαίος — αία, ον, Α αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] … Dictionary of Greek
στατηριαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός στατήρα 2. αυτός που ζυγίζει έναν στατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, ῆρος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] … Dictionary of Greek