Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(σιδήρῳ

См. также в других словарях:

  • Σιδηρῶ — Σιδηρώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Σιδηρώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιδηρώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιδηρώ — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σουφλίου …   Dictionary of Greek

  • σιδηρῶ — σιδήρεος made of iron masc/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σιδηρόω overlay with iron pres subj act 1st sg σιδηρόω overlay with iron pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρῷ — σιδήρεος made of iron masc/neut dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδήρῳ — σίδηρον neut dat sg σίδηρος iron masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περικοπτέον πυρὶ καὶ σιδήρῳ. — περικοπτέον πυρὶ καὶ σιδήρῳ. См. Огнем и мечем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σιδηροῦς — Σιδηρώ fem nom/voc pl Σιδηρώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδήρωι — σιδήρῳ , σίδηρον neut dat sg σιδήρῳ , σίδηρος iron masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρώνω — σιδηρῶ, όω, ΝΜΑ [σίδηρος] (ενεργ. και παθ.) επικαλύπτω, περιβάλλω με σίδηρο («ἅμαξα σεσιδηρωμένη», πάπ.) νεοελλ. μσν. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ σιδηρούμενοι μοναχοί τού 11ου και τού 12ου αιώνα οι οποίοι υπέβαλλαν τους εαυτούς… …   Dictionary of Greek

  • Σιδηρεῦσι — Σιδηρώ fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»