-
1 πτηνών
πτηνόςable to fly: fem gen plπτηνόςable to fly: masc /neut gen plπτηνόςable to fly: masc /fem /neut gen pl -
2 πτηνῶν
πτηνόςable to fly: fem gen plπτηνόςable to fly: masc /neut gen plπτηνόςable to fly: masc /fem /neut gen pl -
3 πτηνῶν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πτηνῶν
-
4 πτηνός
πτηνός, befiedert; Διὸς κύων ἀετός, Aesch. Prom. 1024, vgl. Ag. 134 Ch. 584; ὄφις, Eum. 172; πέλεια, ὄρνις, Soph. Ai. 140 (wie Ar. Av. 1084, Eur. Troad. 148) Phil. 943; οἰωνός, Ant. 1082; auch substantivisch, der Vogel, πτηνῶν ἀγέλαι, Ai. 168; ἰοί, Phil. 166; dah. ϑῆραι, 1031; oft bei Eur., πτηνὸς κῶμος πελειῶν Ion 1196, πτηνοῖσι μύϑοις Or. 1176 (wie die πτερόεντα ἔπη des Hom.); auch βέλη, Herc. Fur. 179; πτανὸν ὄνειρον, Phoen. 1539; πτηνὸν ὀρνίϑων γένος, Ar. Av. 1705; in Prosa: Ggstz von πεζός, Plat. Polit. 264 e; Conv. 207 b, vgl. Luc. Halc. 7; auch übertr. κούφων καὶ πτηνῶν λόγων, flüchtig, Legg. IV, 717 c; Ax. 366 a.
-
5 παταγέω
παταγέω, klappern, klatschen, mit den Händen, und übh. von jedem heftigen Geräusch, das durch das Zusammentreffen zweier Körper entsteht, wie der Wolken, βαρεῖαι εἰς ἀλλήλας ἐμπίπτουσαι ῥήγνυνται καὶ παταγοῠσιν, Ar. Nub. 378, vgl. 389; von den Wellen des Meeres, platschen, plätschern, Theocr. 22, 15; παταγεῠσα ἅλς, Antp. Sid. 67 (VII, 8); u. von anderem Geräusch, παταγοῠσιν ἅτε πτηνῶν 49, wo παταγεῖ καὶ ϑορυβῶδες φϑέγγεται dem ᾄδει entgegengesetzt ist; Ael. H. A. 12, 28; vom Knirschen der Zähne, Philostr. – Sprichwörtlich καλὰ δὴ παταγεῖς, gut getroffen (vgl. παταγών). – Transit., πολλοὶ τύμπανα παταγέουσιν, Luc. Dea Syr. 50, u. dah. auch pass., Tim. 3 ἡ βροντὴ ἐπαταγεῖτο.
-
6 φυγάς
φυγάς, άδος, ὁ, ἡ, flüchtig; πτηνῶν ἀγέλας τόξοισιν ἐμοῖς φυγάδας ϑήσομεν Eur. Ion 109; – Flüchtling, bes. landesflüchtig, ein Verbannter, Verwiesener, zuerst bei Her. 8, 65, u. oft bei den Attikern; Aesch. Ag. 1255 Ch. 928 u. öfter; Soph. ἐκτὸς οἴκων κἀπὶ γῆς ἄλλης φυγὰς ἀπώλου El. 1125; εἰ τοὺς κτανόντας Λάϊον γῆς φυγάδας ἐκπεμψαίμεϑα O. R. 309, u. öfter; ἤλασέν μ' ἀπ' οἴκων φυγάδα Eur. Gr. 763, u. öfter; Thuc. 6, 92; φυγάδας ἐντεῦϑεν ἐποίησεν Lys. 13, 64; φυγάδα ποιεῖν τῆς πατρίδος Plat. Alc. II, 145 b; φυγὰς πάσης χώρας Xen. Hell. 4, 1,7; παρά τινος, Ueberläufer, Cyr. 6, 3,11; auch c. acc., wie φεύγων, Plat. Legg. IX, 855 c.
-
7 φῦλον
φῦλον, τό (φύω, eigtl. von Natur zusammengehörig und sich von Andern nach der Art, nach dem Vaterlande od. nach der Blutsverwandtschaft unterscheidend), bei Hom. u. Hes. nur im nom. u. accus. vorkommend, – Stamm, Geschlecht, Gattung, Art; von allen lebenden Wesen; oft bei Hom. u. Hes.; φῠλον ϑεῶν Il. 5, 441; Hes. Th. 202; ϑεάων 965; ἀοιδῶν Od. 8, 481; ἀϑανάτων Hes. O. 201; γυναικῶν Th. 1020 Sc. 4; Ὅμηρος καὶ Ἡράκλειτος καὶ πᾶν τὸ τοιοῦτον φῦλον Plat. Theaet. 160 d; κηρυκικόν Polit. 260 d; – gew. im plur., eine Menge von einer und derselben Gattung bezeichnend, Schaar, Schwarm; φῦλα ϑεῶν Il. 15, 54. 161. 177; φῦλα ἀνϑρώπων 14, 361 Od. 3, 282 u. öfter; φῦλα γυναικῶν Il. 9, 130. 272; ἐπικούρων 17, 220; φῦλα γιγάντων Od. 7, 206; auch ein Mückenschwarm, Il. 19, 30; ὀρνίϑων Soph. Ant. 342; πτηνῶν Ar. Av. 1088; ϑηρῶν 779; u. so Plat. Tim. 91 d; τὸ πτηνὸν φῦλον, Soph. 220 a; aber Hes. frg. 22 soll φῠλα μελισσέων von einer Biene, als Umschreibung von μέλισσα gesagt sein. – Im engern Sinne, Volksstamm, Volk, Nation; φῦλα Πελασγῶν Il. 2, 840; Aesch. Prom. 809; πολλὰ βροτῶν διαμειβομένα φῦλα Suppl. 539. – Und im engsten Sinne, Stamm, Geschlecht, κατὰ φῦλα, neben κατὰ φρήτρας, allgemeiner als dieses zu fassen, nach Stämmen, Il. 2, 362; φῦλον Ἑλένης, Ἀρκεισίου, Od. 14, 68. 181; μα ταιότατον φῦλον Pind. P. 3, 21.
-
8 θήρα
θήρα, ἡ, ion. ϑήρη, die Jagd, das Jagen des Wildes, Il. 5,. 49 u. öfter, u. Folgde, ἡ περὶ ϑάλατταν ϑ. u. πτηνῶν Plat. Legg. VII, 822 d e, κυνηγέσια καὶ τὴν ἄλλην ϑήραν Legg. VI, 763 b; ϑήραν ποιεῖν Xen. Cyr. 1,.4, 14, ἐπὶ ϑήραν ἐξιέναι 1. 2, 9, öfter. – Auch wie bei uns für Jagdbeute, ἔδωκε ϑεὸς μενοεικέα ϑήρην Od. 9, 158, vgl. Aesch. Ch. 249, ϑήρα καλή, ein schöner Fang, von einem Menschen, Soph. Phil. 605; Eur. Bacch. 1142; Xen. Hell. 4, 1, 15; das Wild, Cyr. 2, 3, 25. – Uebertr., ἀνϑρώπων, τῶν ἐρώντων, Plat. Soph. 222 c. δυςμενῶν ϑήραν ἔχων Soph. Ai. 561. Phil. 828 τόξων, übh. eifriges Streben, Trachten wonach, τοῦ ἡδέος, ἐπιστημῶν, Plat. Gorg. 500 d Theaet. 198 a; Sp.
-
9 ἀγέλη
ἀγέλη, ἡ, eine Heerde von getriebenem Vieh ( ἄγω), Trift, am häufigsten βοῶν, Hom, Pind., Soph.; ἵππων Il. 19, 281; ἵππων αἰγῶν τε Anaxandr. Ath. IV, 121 c; selbst Schafe einbegriffen, Xen. Mem. 3, 11, 5; πτηνῶν Soph. Ai. 168, ch.; Eur. Ion 106; von anderen Thieren, Sp.; ἀνδρῶν Plat. Legg. III, 694 e; vgl. bes. Polit. in vielen Stellen; μειρακίων Epicrat. Ath. II, 57 d; auch Anthol. – Bei den Kretern u. Spartanern hießen so die Abtheilungen der Knaben, welche zusammen erzogen wurden, Plut. Lyc. 16. – Uebtr. πόνων, Eur. Herc. Fur. 1275.
-
10 ἐλευθέριος
ἐλευθέριος, ον, auch fem. ἐλευϑερία, Xen. Conv. 8, 16, was dem Freien ziemt, Einer der wie ein Freier denkt, spricht u. handelt, freisinnig, edel; καὶ χαρίεν Plat. Gorg. 485 b; πτηνῶν ϑήρας ἔρως οὐ σφόδρα ἐλευϑέριος Legg. VII, 823 e; Ggstz δουλοπρεπής, Xen. Hem. 2, 8, 4; vom Körper, von edler Haltung, edlem Ansehen, ἐλευϑεριωτέρους καὶ γοργοτέρους φαίνεσϑαι Lac. 11, 3. 12, 5; von Pferden, Equ. 10, 17, von Löwen, Arist. H. A. 1, 1. Bes. freigebig, gern mittheilend, nicht ängstlich auf Gelderwerb u. Sparen bedacht; Arist. Nic. eth. 4, 1; εἰς χρήματα Xen. Conv. 4, 15, s. ἐλευϑεριότης; – ἡ ἐλευϑεριωτάτη ἐπιστήμη Plat. Ax. 369 b, wie ἐλ. διατριβαί, studia liberalia, Plut. Rom. 6 u. öfter bei Sp. – Ζεὺς ἐλ., der Befreier, Pind. Ol. 13, 1; Thuc. 2, 71 u. A.; Ἥλιος, Paus. 2, 31, 5. S. ἐλευϑέρια. – Ὕδωρ, Antiphan. bei Ath. III, 123 b, nach VLL. aus einer Quelle Kynadra in Argos. – Adv. ἐλευϑερίως, Xen. Mem. 2, 7, 4 u. A.
-
11 αγελη
дор. ἀγέλᾱ (ᾰγ) ἥ(πτηνῶν Soph., Eur.)
ἀγέλης φύλακες Plat. — пастухи;2) толпа, масса(παρθένων Pind.; ἀυδρῶν Plat.; πόνων Eur.)
3) ( в Спарте) отряд, группаπάντας ἑπταετεῖς γενομένους εἰς ἀγέλας κατελόχιζε Plut. — всех (мальчиков), достигших 7-летнего возраста, (Ликург) разделил на отряды
-
12 κοιτη
дор. κοίτα ἥ тж. pl.1) ложе, постель Hom., Trag., Plat.πετρίνη κ. Soph. — каменное ложе (Филоктета);
ἐν πέδῳ κοίτας ἔχειν Eur. (досл. — иметь ложе в поле) спать под открытым небом2) (тж. κ. γαμήλιος Aesch., κοῖται λέκτρων и κ. λεχέων Eur.) брачное ложе NT.3) ночной сон, покойὥρη τῆς κοίτης Her. — время идти ко сну;
τέν σκηνέν εἰς κοίτην διαλύειν Xen. — разойтись и отправиться спать;πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις Aesch. — море в часы полуденного покоя4) гнездо (sc. τῶν πτηνῶν Eur.; sc. τῆς ἀράχνης Arst.)5) ларец; ящик или корзина6) pl. распутство -
13 παταγεω
1) стучать, грохотать, шуметьπαταγεῦσα ἅλς Anth. — ревущее море;
π. ἅτε πτηνῶν ἀγελαι Soph. — шуметь словно птичьи стаи2) заставлять звучатьτύμπανα π. Luc. — бить в бубны;
ἥ βροντέ ἐπαταγεῖτο Luc. — гром гремел -
14 πτηνος
-
15 φυλον
τό1) фила, род, племяφ. Ἑλένης Hom. — род Елены;φῦλα Πελασγῶν Hom. — племена пеласгов, пеласги;βροτῶν φῦλα Aesch. — человеческие племена, народы2) воен. (= φυλή См. φυλη 2) отряд, корпус3) род, вид, разрядτὸ τοιοῦτο φ. τῶν ἡδονῶν Luc. — вся эта категория удовольствий4) группа, собрание, сонм(θεῶν, ἀνθρώπων, γυναικῶν Hom.)
τὸ ἄλλο φ. Eur. — остальной народ, остальные -
16 брудер
(с-.χ.) το αναθρεπτήριο των νεοσσών/πτηνών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брудер
-
17 грипп
мед. η γρίπη (ξεν.)птичий - των πτηνών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грипп
-
18 зоб
1. (расширенная часть пищевода у птиц, насекомых и моллюсков) о πρόβολος των πτηνών 2. (опухолевидное увеличение щитовидной железы) η βρογχοκήλη, η κήλη στον λαιμό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зоб
-
19 кольцевание
1. (ствола дерева) η χάραξη του προστατευτικού δακτυλίου 2. (птиц) η δακτυλίωση, το σημάδεμα με δακτύλιο (των πτηνών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кольцевание
-
20 пупок
1. анат. о ομφαλός, ο αφαλός 2. зоол. η κοιλιά των πτηνών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пупок
См. также в других словарях:
πτηνῶν — πτηνός able to fly fem gen pl πτηνός able to fly masc/neut gen pl πτηνός able to fly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερκοράριος — Όνομα πτηνών της οικογένειας των Στερκοραριδών, της τάξης των χαραδριόμορφων και εντόμων της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Οι Στερκοραρίδες ή Κοπροδίαιτοι, ονομάζονται έτσι γιατί κατά το παρελθόν πιστευόταν ότι τρέφονταν από τ απορρίμματα άλλων… … Dictionary of Greek
κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… … Dictionary of Greek
ορνεοθηρευτικός — ὀρνεοθηρευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών 2. έμπειρος στο κυνήγι πτηνών 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνεοθηρευτική η τέχνη τού κυνηγιού τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θηρευτικός] … Dictionary of Greek
πτηνοτροφία — Εκτροφή πουλερικών, για παραγωγή αβγών ή κρέατος, καθώς και για την επίτευξη βελτιωμένων αναπαραγωγικών φυλών. Η π., που κατά μεγάλο μέρος πραγματοποιείται σήμερα με εμπειρικές μεθόδους, εδώ και μερικές δεκαετίες αναπτύχθηκε σημαντικά σε διάφορες … Dictionary of Greek
σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… … Dictionary of Greek
υδροβατίδες — (Hydrobatidae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ρινοτρυπόμορφων. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν 23 είδη θαλάσσιων αποκλειστικά πτηνών, τα οποία απαντούν σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Τρέφονται από οργανισμούς που επιπλέουν στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek
χαραδριός — (charadrius). Γένος πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Απαντούν συχνότερα στις ακτές της νότιας Ευρώπης την εποχή των μεταναστεύσεων. Κατά την άμπωτη, όταν δηλαδή χαμηλώνει η θάλασσα, οι χ. Τρέφονται με μικρά… … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek