Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(πτηνῶν

См. также в других словарях:

  • πτηνῶν — πτηνός able to fly fem gen pl πτηνός able to fly masc/neut gen pl πτηνός able to fly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερκοράριος — Όνομα πτηνών της οικογένειας των Στερκοραριδών, της τάξης των χαραδριόμορφων και εντόμων της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Οι Στερκοραρίδες ή Κοπροδίαιτοι, ονομάζονται έτσι γιατί κατά το παρελθόν πιστευόταν ότι τρέφονταν από τ απορρίμματα άλλων… …   Dictionary of Greek

  • κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… …   Dictionary of Greek

  • ορνεοθηρευτικός — ὀρνεοθηρευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών 2. έμπειρος στο κυνήγι πτηνών 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνεοθηρευτική η τέχνη τού κυνηγιού τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θηρευτικός] …   Dictionary of Greek

  • πτηνοτροφία — Εκτροφή πουλερικών, για παραγωγή αβγών ή κρέατος, καθώς και για την επίτευξη βελτιωμένων αναπαραγωγικών φυλών. Η π., που κατά μεγάλο μέρος πραγματοποιείται σήμερα με εμπειρικές μεθόδους, εδώ και μερικές δεκαετίες αναπτύχθηκε σημαντικά σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… …   Dictionary of Greek

  • υδροβατίδες — (Hydrobatidae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ρινοτρυπόμορφων. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν 23 είδη θαλάσσιων αποκλειστικά πτηνών, τα οποία απαντούν σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Τρέφονται από οργανισμούς που επιπλέουν στην επιφάνεια της… …   Dictionary of Greek

  • χαραδριός — (charadrius). Γένος πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Απαντούν συχνότερα στις ακτές της νότιας Ευρώπης την εποχή των μεταναστεύσεων. Κατά την άμπωτη, όταν δηλαδή χαμηλώνει η θάλασσα, οι χ. Τρέφονται με μικρά… …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»