-
1 πικρος
1) острый, остроконечный(ὀϊστός Hom.; γλωχίς Soph.)
2) горький(ῥίζα Hom.)
; горько-соленый(δάκρυον Hom.)
3) едкий, острый(ὀδμή Hom.)
4) пронзительный(οἰμωγή Soph.)
5) резкий, мучительный(ὠδῖνες Hom.)
6) прискорбный, горестный, тяжелый(τιμωρία Aesch.; ἀγών Soph.)
7) скорбящий, печальный(ὄρνις Soph.)
8) тягостный, неприятный(δεσμοί Eur.; γειτονία Plat.)
9) ненавистный(θεοῖς Soph.)
10) резкий, жестокий, суровый(νόμοι Arph.; λόγοι Eur.; δικαστής Polyb.; ζῆλον NT.)
-
2 πικρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πικρός
-
3 πικρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πικρός
-
4 πικρός
η, ό [ά, όν ]1) горький (на вкус); 2) перен. горький, печальный; горемычный;πικρή ζωή — горькая жизнь;
3) вредный, вредоносный;4) едкий, колкий; язвительный; жёлчный -
5 πικρός
горький; перен. резкий, жестокий, злобный, суровый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πικρός
-
6 πικρός
[пикрос] επ горький. -
7 πικρο-
-
8 απικρος
-
9 γλυκυπικρος
2сладкий, но смешанный с горечью; полуприятный-полутягостный -
10 διαπικρος
-
11 εκπικρος
-
12 εξεταστης
- οῦ ὅ1) осуществляющий проверку, следователь(πικρός Luc., Plut.)
2) исследователь(τῆς ἀληθείας Plut.)
3) эксетаст, государственный ревизор, контролер Arst.ἐ. τῶν ξένων Aeschin. ( в Афинах) — эксетаст по делам иноземных (т.е. наемных) войск
-
13 θελξιπικρος
-
14 κατηγορικος
I31) обвинительный(εἶδος, sc. λόγου Arst.)
2) филос. утвердительный, утверждающий(πρότασις Arst.)
3) склонный обвинять, придирчивый(πικρὸς καὴ κ. Plut.)
IIὅ обвинитель Plut. -
15 περισπερχης
-
16 πολυπικρος
2досл. весьма горький, перен. мучительный, жестокий -
17 υπερπικρος
2досл. необыкновенно горький, перен. едкий, язвительныйὁ πικρῶς ὑ. Aesch. — необычайно желчный (Прометей)
-
18 φιλοπικρος
-
19 χρηματοδαιτης
κτεάνων χ. πικρὸς σίδαρος Aesch. — жестокое железо, разделяющее (по-новому отцовское) достояние
-
20 4089
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4089
См. также в других словарях:
πικρός — pointed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
Πικρός, Πέτρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναρόπουλου, Κωνσταντινούπολη 1900 – Αθήνα 1956). Συγγραφέας. Νέος έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι, όπου για ένα διάστημα σπούδασε ιατρική και το 1920 ήρθε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει πικρή γεύση: Πολλά αγγούρια είναι πικρά. 2. μτφ., λυπηρός, δυσάρεστος, πειραχτικός: Η αλήθεια είναι πικρή, μα πρέπει να λέγεται. – Μου μίλησε πικρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικρότερον — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp sg πικρός pointed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτάτων — πικρός pointed fem gen superl pl πικρός pointed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτέραις — πικρός pointed fem dat comp pl πικροτέρᾱͅς , πικρός pointed fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτέρων — πικρός pointed fem gen comp pl πικρός pointed masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτέρως — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρόν — πικρός pointed masc acc sg πικρός pointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρότατα — πικρός pointed adverbial superl πικρός pointed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)