-
1 снова
επίρ. εκ νέου, ξανά, πάλι, άλλη μια φορά.εκφρ.—здорово – πάλι τα ίδια (για πικρ ία).
См. также в других словарях:
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek
νεάς — νεάς, ἡ (Α) νέα, νεαρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. άς (πρβλ. λεπρ άς, πικρ άς)] … Dictionary of Greek
πικράντερος — η, ο, Ν κακόψυχος, άσπλαγχνος 2. εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + άντερο / έντερο] … Dictionary of Greek
πικραγαπημένος — η, ο, Ν αγαπημένο πρόσωπο τού οποίου οι περιπέτειες ή ο θάνατος προκαλούν πίκρα, ψυχική οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + αγαπημένος] … Dictionary of Greek
πικραδένας — ο, Ν βοτ. γένος φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + αδένας] … Dictionary of Greek
πικροαίματος — η, ο, Ν δύστροπος και αντιπαθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + αίματος (< αἷμα, ατος), πρβλ. γλυκο αίματος] … Dictionary of Greek
πικρογέλαστος — η, ο, Ν αυτός που γελάει με κακία ή δηκτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γελώ] … Dictionary of Greek
πικρογόνος — ον, Μ αυτός που γεννάει πίκρες («πικρογόνοι πηγαὶ ἀπιστίας», Κοσμ. Ιερ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
πικροκακοπαθώ — έω, Μ παθαίνω πικρά και κακά παθήματα, υφίσταμαι μεγάλες και επώδυνες συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + κακοπαθῶ] … Dictionary of Greek
πικροκλαίω — Ν κλαίω πικρά, θρηνώ με βαθύτατη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + κλαίω] … Dictionary of Greek
πικροκροκίνη — η, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, ετερογλυκοζίτης, που αποτελεί το πικρό συστατικό τού κρόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picrocrocine < πικρ(ο)* + κροκίνη (< κρόκος, βλ. λ. κρόκινος)] … Dictionary of Greek