-
1 παιδοπορος
-
2 παιδοπόρος
παιδο-πόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδοπόρος
-
3 παιδοπόρος
-
4 παιδοπόρον
παιδοπόροςthrough which a child passes: masc /fem acc sgπαιδοπόροςthrough which a child passes: neut nom /voc /acc sg -
5 γενεσις
- εως ἥ1) возникновение, зарождение(γ. καὴ φθορά Plat., Arst.)
2) первоисточник, первоначало(Ὠκεανὸς γ. πάντεσσι τέτυκται Hom.; ἥ γ. τῶν πάντων Ὠκεανός τε καὴ Τηθύς Plat.)
3) происхождение, рождение(γενεηλογεῖν τέν γένεσίν τινος Her.; χρόνος ἀνθρώπου γενέσεως Plut.)
4) образование, появление(ποταμῶν, ἀνέμων Arst.)
5) изготовление, выработка(ἱματίων Plat.)
6) филос. становление(γ. τὸ μεταξὺ τὸ εἶναι καὴ μέ εἶναί, sc. ἐστιν Arst.)
7) творение, природа(πᾶς τ΄ οὐρανὸς πᾶσά τε γ. Plat.)
8) род(ἥ τῶν βασιλέων γ. Plat.)
9) век, поколениеἥ τρίτη γ. Arst. — третья метаморфоза (бабочек)10) гороскоп(τέν γένεσίν τινος διαθεῖναι Anth.)
11) вид, категория (sc. ζῴων Plat.)12) женский половой орган(παιδοπόρος γ. Anth.)
-
6 γένεσις
A origin, source,Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν Il.14.201
; Ὠκεανοῦ, ὅς περ γ. πάντεσσι τέτυκται ib. 246, cf. Pl.Tht. 180d; beginning, in dual,τοῖν γενεσέοιν ἡ ἑτέρα Id.Phd. 71e
.II manner of birth, Hdt.1.204, 6.69, etc.; race, descent, Id.2.146; ; κατὰ γένεσιν, opp. καθ' υἱοθεσίαν, IG12(1).181 ([place name] Rhodes).2 Astrol., nativity, geniture, AP 11.164 (Lucill.), 183 (Id.), Epigr.Gr.314.21 ([place name] Smyrna), PLond.1.98r60 (i A. D.), Vett.Val.216.6: hence, lot, fortune, Astramps.Orac. 16.8,23.7.III production, generation, coming into being, opp. ὄλεθρος, Parm.8.21; more usu. opp. φθορά, Pl.Phlb. 55a, etc.; περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, title of work by Arist.: generally, formation,πύου Hp.Aph.2.47
; origination, making, ἱματίων, περὶ τὰ ἀμφιέσματα, Pl. Plt. 281b,3;γ. καὶ οὐσία δικαιοσύνης Id.R. 359a
.IV concrete, creation, i.e. all created things, Pl.Phdr. 245e;γ. καὶ κόσμος Id.Ti. 29e
, freq. in Ph., as 1.3,al., cf. Plot.6.3.2, etc.V race, kind or sort of animals, Pl.Plt. 265b, etc.; family, δίδυμος γ. of the Spartan kings, Id.Lg. 691d.VI generation, age, Id.Phdr. 252d: pl., Id.Plt. 310d; κατὰ περίστασιν τῆς γ. according to the circumstances of his time, Porph.Sent.32.VIII Math., generation of a figure, Papp.234.4,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γένεσις
См. также в других словарях:
παιδοπόρος — παιδοπόρος, ον (Α) αυτός από τον οποίο διέρχεται παιδί, όπως είναι λ.χ. η μήτρα («παιδοπόρος γένεσις», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος] … Dictionary of Greek
παιδοπόρον — παιδοπόρος through which a child passes masc/fem acc sg παιδοπόρος through which a child passes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek