-
1 μεμψις
- εως ἥ1) порицание, упрек(μέμψιν ποιεῖν, ἐπιφέρειν или μέμφεσθαί τινι Arph.)
πολλέν ὑφέξεις μέμψιν Eur. — ты подвергнешься резкому порицанию2) основание для упреков(μέμψιν εἴς τινα οὐκ ἔχειν Soph.)
-
2 δικαιος
3 и 21) чтущий законы, честный, справедливый, праведный(ἀνήρ Hom., Aesch.)
2) справедливый, подобающий, правильный(τὸ ῥηθέν Hom.; λογισμός Dem.)
3) истинный, настоящий, подлинный(πολίτης Dem.; συγγραφεύς Luc.)
4) законный(μέμψις Arph.; ὁδός Dem.)
5) подходящий, (при)годный, отличный(ἅρμα Xen.; κρέας Plut.)
ἵππον τῷ βουλομένῳ δίκαιον ποιήσασθαι Xen. — приспособить лошадь к своим нуждам6) ровный, точныйαἱ ἑκατὸν ὀργυιαὴ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον Her. — ровно сто оргий составляют стадий в шесть плетров
7) (с εἰμί) имеющий правоδ. εἰμι ποιεῖν τι Thuc., Arph. — я вправе делать что-л.
8) (с εἰμί) обязанный9) (с εἰμί) заслуживающий, достойный(δ. ἐστ΄ ἀπολωλέναι Dem.). - см. тж. δίκαιον
-
3 καταμεμψις
- εως ἥ порицание, обвинение, упрек(ἑαυτοῦ Plut.)
οὐκ ἔχει ἐμοὴ κατάμεμψιν Thuc. — у меня нет оснований жаловаться;κ. σφῶν αὐτῶν πολλέ ἦν Thuc. — они осыпали друг друга упреками
См. также в других словарях:
μέμψις — μέμψῑς , μέμψις blame fem acc pl (epic doric ionic aeolic) μέμψις blame fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέμψεις — μέμψις blame fem nom/voc pl (attic epic) μέμψις blame fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέμψεσι — μέμψις blame fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέμψεσιν — μέμψις blame fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέμψιν — μέμψις blame fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέμψιος — μέμψις blame fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέμψει — μέμφομαι blame fut ind mid 2nd sg μέμψις blame fem nom/voc/acc dual (attic epic) μέμψεϊ , μέμψις blame fem dat sg (epic) μέμψις blame fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
стужание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. μέμψις, ἀκηδία, θλίψις) докука;… … Словарь церковнославянского языка
μέμψη — η (ΑM μέμψις) [μέμφομαι] 1. μομφή, επίπληξη («μέμψιν δικαίαν μέμφομαι», Αριστοφ.) 2. παράπονο νεοελλ. φρ. «μέμψη αστόργου δωρεάς» αγωγή για την ανατροπή τών τελευταίων δωρεών τού κληρονομουμένου όταν με την περιουσία που αφήνει δεν καλύπτεται η… … Dictionary of Greek
μόμφις — μόμφις, εως, ἡ (Α) μομφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλασμένος τ. τού μομφή κατά το μέμψις] … Dictionary of Greek
ԲԱՄԲԱՍԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 430 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 12c ն. (ʼի բամ, բա, կամ բամբ, եւ ասել). καταλαλία, ἁντιλογία , λοιδορία, μέμψις, ψόγος oblocutio, obtrectatio, detractio, delatio, convitium, incusatio, vituperium, reprehensio Մեղադրութիւն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)