-
1 καταμεμψις
- εως ἥ порицание, обвинение, упрек(ἑαυτοῦ Plut.)
οὐκ ἔχει ἐμοὴ κατάμεμψιν Thuc. — у меня нет оснований жаловаться;κ. σφῶν αὐτῶν πολλέ ἦν Thuc. — они осыпали друг друга упреками
См. также в других словарях:
μόμφις — μόμφις, εως, ἡ (Α) μομφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλασμένος τ. τού μομφή κατά το μέμψις] … Dictionary of Greek