-
1 μαστροπός
μαστροπός, auch μαστρωπός geschrieben ( ΜΑΩ, vgl. μαστρός), ὁ u. ἡ, Kuppler, Kupplerinn, nach Ath. X, 443 τὰς μαστροποὺς τὰς εἰϑισμένας προαγωγεύειν τὰς ἐλευϑέρας.γυναῖκας; bes. bei Comic., μαστροποὶ κόλλοπες Diphil. bei Ath. VII, 292 b; Philostr.; Luc. Tox. 13 u. öfter, – Maneth. sagt auch μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες, = μαστρο-ποί, 4, 306. – Bei Hesych. steht auch μαστροφός, vielleicht verschrieben.
-
2 μαστροπος
ὁ и ἥ сводник, совратитель Arph., Xen. -
3 μαστροπός
μαστροπόςpimp: masc /fem nom sg -
4 μαστροπός
μαστροπός, ὁ u. ἡ, Kuppler, Kupplerin -
5 μαστροπός
Grammatical information: m. f.Meaning: `procuress'Other forms: also μαστροφός H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The usual connection with μαίομαι is clearly incorrect, as the variation points to a Pre-Greek word; Fur. 160 compares μάτρυλλος, -α `pimp', ματρυλεῖον `brothel', μαστρυλλεῖον and μάστρυς `pimp'; note the variation σ\/ zero.Page in Frisk: 2,183Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαστροπός
-
6 μαστροπός
ο, η сводни|к, -ца -
7 μαστροπός
[масторпос] ουσ сводник. -
8 μαστροπός
A pimp or procuress, Ar.Th. 558, Diph.43.22 (both fem.), Luc.Symp.32 (masc.): metaph., X.Smp.4.57 (masc.), Luc.Am.16 (fem.).II as Adj., μάστροπα ἔργα τελοῦντες, = μαστροπικοί, Man.4.306.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαστροπός
-
9 μαστροπός
pezevenk, kavat -
10 μαστροπός
pimpΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαστροπός
-
11 μαστροποί
μαστροπόςpimp: masc /fem nom /voc pl -
12 μαστροπούς
μαστροπόςpimp: masc /fem acc pl -
13 μαστροπέ
μαστροπόςpimp: masc /fem voc sg -
14 μαστροπόν
μαστροπόςpimp: masc /fem acc sg -
15 πρόπαις
-
16 ματρύλλη
-
17 μαυλιστής
-
18 μάτρυλλος
-
19 μαστροποίς
-
20 μαστροποῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαστροπός — pimp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστροπός — ο και η (Α μαστροπός) αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῡ γυναικός», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που γοητεύει,… … Dictionary of Greek
μαστροπός — ο αυτός που προάγει γυναίκες στην πορνεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστροποῖς — μαστροπός pimp masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστροποί — μαστροπός pimp masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστροποῦ — μαστροπός pimp masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστροπούς — μαστροπός pimp masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστροπέ — μαστροπός pimp masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστροπῶν — μαστροπός pimp masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστροπῷ — μαστροπός pimp masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστροπόν — μαστροπός pimp masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)