-
81 свидетель
[σβιντιέτιλ'] ουσ α μάρτυρας -
82 секундант
[σικουνντάντ] ουσ α μάρτυρας -
83 страдалец
[στραντάλιτς] ουσ α μάρτυρας, βασανισμένος -
84 мученик
-а α.-ца, -ы θ.μάρτυρας•христианские -и οι χριστιανοί μάρτυρες.
-
85 невольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льнец, -ольны.1. αθέλητος, άθελος, ακούσιος, αβούλητος, απροαίρετος•-ая ошибка ακούσιο λάθος.
|| τυχαίος•невольный свидетель τυχαίος μάρτυρας (που παραβρέθηκε τυχαία).
|| αυθόρμητος, μηχανικός.2. αναγκαστικός, υποχρεωτικός•-ал посадка αναγκαστική προσγείωση.
3. παλ. δούλος, ανελεύθερος, σκλάβος. -
86 очевидный
επ., -ден, -дна, -дноεμφανής, καταφανής, προφανής, φανερός, ολοφάνερος•-факт ολοφάνερη πράξη•
его право -дно το δίκιο του είναι ολοφάνερο•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας.
-
87 показать
-кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. δείχνω•он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•
показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•
-жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.
|| παρουσιάζω•показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.
|| προβάλλω•-новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.
2. παρασταίνω, απεικονίζω.3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,
4. εμφανίζω, φανερώνω•показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.
|| παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;
αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).5. αποδείχνω, καταδείχνω.6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.
εκφρ.показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).1. βλ. казаться.2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.3. αρέσκομαι, μου αρέσει. -
88 понятой
-ого α.επίσημος μάρτυρας σε ασκούμενη έρευνα κ.τ.τ. -
89 послух
-а α. παλ.μάρτυρας σε δικαστήριο. -
90 свидетельствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.1. μαρτυρώ• αποδείχνω• φανερώνω• καταθέτω•подсудимый -ствует, что... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι...•
результаты -ствуют о правильности метода исследования τα αποτελέσματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της μεθόδου έρευνας•
-ствую это перед всеми καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους.
2. πιστοποιώ, βεβαιώνω•свидетельствовать подпись βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.
3. εξετάζω.εκφρ.свидетельствовать кому почтение (уважение), благодарность – εκφράζω το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη.1. παλ. επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου• να είσαι μάρτυρας.2. πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι. -
91 секундант
-а α.1. μάρτυρας μονομαχίας.2. (αθλτ.) βοηθός. -
92 фигурировать
-рую, -руешьρ.δ. φιγουράρω, παίρνω μέρος, εμφανίζομαι, κάνω εμφάνιση, παρίσταμαι•фигурировать на суде в качестве свидетеля εμφανίζομαι στο δικαστήριο σαν μάρτυρας.
-
93 εἰσκαλέω
A call in, , D.28.5;τινὰ πρὸς αὑτόν X. Cyr.8.3.1
, cf. Theoc.2.132, PPetr.2p.31 (iii B.C.), etc.:—[voice] Med., invite to one's house, Act. Ap.10.23; also, call or have called in, Plb.21.22.2; [ ἰητρόν] Hp.Prog.1; summon, PPetr.3p.62 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσκαλέω
-
94 καλέω
Aκαλήμεναι Il.10.125
: [dialect] Ion. [tense] impf.καλέεσκον 6.402
; [ per.] 3sg.κάλεσκε A.R.4.1514
: [tense] fut., [dialect] Ion.καλέω Il.3.383
, [dialect] Att. , X.Smp.1.15, etc.; later , al., Ph.1.69, ([etym.] παρα-) D.8.14 codd., SIG656.40 (Teos, ii B.C.), ([etym.] ἐγ-) v.l. in D.19.133, cf. 23.123 codd. ( καλέσω in S.Ph. 1452 (anap.), Ar.Pl. 964, etc., is [tense] aor. 1 subj.): [tense] aor. 1 ἐκάλεσα, [dialect] Ep. ἐκάλεσσα, κάλεσσα, Od. 17.379, Il.16.693 (late [dialect] Ep.ἔκλησα Nic.Fr.86
, late Prose ἐκάλησα Ps.Callisth. 3.35): [tense] pf. , etc.:—[voice] Med., [dialect] Att. [tense] fut. , Ec. 864; in pass. sense, S.El. 971, E.Or. 1140, etc.; later καλέσομαι ([etym.] ἐκ-, ἐπι-) dub.l. in Aeschin.1.174, Lycurg.17: [tense] aor.1ἐκαλεσάμην Hdt.7.189
, Pl.Lg. 937a; [dialect] Ep.καλεσσάμην Il.1.54
, [ per.] 3pl. καλέσαντο ib. 270:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκλήσομαι Il.3.138
, A.Th. 698 (lyr.), Pr. 840, etc.;κληθήσομαι Pl.Lg. 681d
, LXXGe.48.6, v.l. in E.Tr.13: [tense] aor.ἐκλήθην Archil.78
, S.OT 1359, Ar.Th. 862, etc.: [tense] pf. κέκλημαι, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.κεκλήαται A.R.1.1128
, [dialect] Ion.κεκλέαται Hdt.2.164
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] plpf.κεκλήατο Il.10.195
; opt.κεκλῄμην, κεκλῇο S.Ph. 119
, : late [tense] pf. κεκάλεσμαι Suid.s.v. κλητή.I call, summon,εἰς ἀγορὴν καλέσαντα Od.1.90
;ἐς Ὄλυμπον Il.1.402
; ἀγορήνδε, θάλαμόνδε, θάνατόνδε, Il.20.4, Od.2.348, Il.16.693: c. acc. only, κεκλήατο (for - ηντο) βουλήν they had been summoned to the council, 10.195: folld. by inf., αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι ib. 197;καιρὸς καλεῖ.. S.Ph. 466
;κἄμ' ὑπηρετεῖν καλεῖς Id.El. 996
; κ. τινὰ εἰς ἕ, ἐπὶ οἷ, Il.23.203, Od.17.330, etc.;εἰς μαρτυρίαν κληθείς Pl.Lg. 937a
;ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη Id.Phd. 115a
; demand, require, : [tense] aor. [voice] Med., καλέσασθαί τινα call to oneself, freq. in [dialect] Ep., Il.1.270, Od.8.43, etc.;φωνῇ Il.3.161
;ἀγορήνδε λαόν 1.54
; call a witness, Pl.Lg.l.c.2 call to one's house or to a repast, invite (not in Il.), Od.10.231, 17.382, al., 1 Ep.Cor.10.27; later usu. with a word added,κ. ἐπὶ δεῖπνον Hdt.9.16
([voice] Pass.), X.Cyr.2.1.30, etc.;ἐς ἔρανον Pi.O.1.37
; ;ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Pl.Smp. 174d
, etc.; κληθέντες πρός τινα invited to his house, D.19.196; ὁ κεκλημένος the guest, Damox.2.26.3 invoke,Δία Hdt.1.44
, cf. Pi.O.6.58, A.Th. 223; at sacrifices, Sch.Ar.Ra. 482;μάρτυρας κ. θεούς S.Tr. 1248
, cf. D.18.141:—[voice] Med.,τοὺς θεοὺς καλούμεθα A.Ch. 201
, cf. 216; also ; but ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι which I call down on thee, S.OC 1385:—[voice] Pass., of the god, to be invoked, A.Eu. 417.4 as law-term, summon, of the judge, καλεῖν τινας εἰς τὸ δικαστήριον cite or summon before the court, D.19.211, etc.; simply καλεῖν ib.212, Ar.V. 851, etc.;ἐὰν μὲν καλέσῃ D.21.56
; also ὁ ἄρχων τὴν δίκην καλεῖ calls on the case, Ar. V. 1441:—[voice] Pass., ; πρὶν τὴν ἐμὴν [ δίκην] καλεῖσθαι before it is called on, Ar.Nu. 780;καλουμένης τῆς γραφῆς D.58.43
; but,b of the plaintiff in [voice] Med., καλεῖσθαί τινα to sue at law, bring before the court, Ar.Nu. 1221, al., D.23.63;κ. τινὰ ὕβρεως Ar.Av. 1046
;κ. τινὰ πρὸς τὴν ἀρχήν Pl. Lg. 914c
; ὁ καλεσάμενος the plaintiff, PHal.1.224 (iii B.C.).5 with an abstract subject, demand, require, καλεῖ ἡ τάξις c. inf., CPHerm. 25ii7 (iii A.D.).6 metaph. in [voice] Pass., καλουμένης τῆς δυνάμεως πρὸς τὴν συναναληψίαν called forth, summoned, Sor.1.29.II call by name, name,ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί Il.1.403
, cf. Od.5.273, etc.;κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306
; , cf. A.Pr.86, etc.; ὄνομα καλεῖν τινα call him by a name,εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od.8.550
, cf. E. Ion 259, Pl.Cra. 383b, etc. (in [voice] Pass.,οὔνομα καλέεσθαι Hdt.1.173
, cf. Pi.O.6.56): without ὄνομα, τί νιν καλοῦσα τύχοιμ' ἄν; A.Ag. 1232;τοῦτο αὐτὴν κάλεον Call. Fr. 66b
; ([voice] Pass., τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται shall be given to thy tomb, E.Hec. 1271); κ. ὄνομα ἐπί τινι give a name to something, Pl.Prm. 147d; but call (a man) a name because of some function, Id.Sph. 218c;κ. τινὰ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός Ev.Luc.1.59
;ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα Plb.35.4.11
:—[voice] Pass., to be named or called,Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il.2.684
; (lyr.); ὁ καλούμενος the socalled,ἐν τῇ Θεράπνῃ καλεομένῃ Hdt.6.61
;ὁ κ. θάνατος Pl.Phd. 86d
; οἱ τῶν ὁμοτίμων κ. X.Cyr.2.1.9; κεκλημένος τινός called from or after him, Pi.P.3.67;καλεῖσθαι ἐπί τινι LXXGe.48.6
;κέκληνται δέ σφιν ἕδραι Pi.O.7.76
.2 [voice] Pass., to be called, almost = εἰμί, esp. with words expressing kinship or status,ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι Od.7.313
, cf. A.Pers.2 (anap.);ἀφνειοὶ καλέονται Od.15.433
; esp. in [tense] pf. [voice] Pass. κέκλημαι, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι because I am thy wife, Il.4.61;φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις 3.138
; ; ;σὴ κεκλημένη.. ἦα h.Ap. 324
; ;οὔτινος δοῦλοι κέκληνται A.Pers. 242
, cf. S.El. 366, etc.3 special constructions, a. Ἀλησίου ἔνθα κολώνη κέκληται where is the hill called the hill of Alesios, Il.11.758;ἵνα κριοῦ καλέονται εὐναί A.R.4.115
;ἔνθα ἡ Τριπυργία καλεῖται X.HG5.1.10
, etc.: -so in [voice] Act., ἔνθα Ῥέας πόρον ἄνθρωποι καλέοισιν where is the ford men call the ford of Rhea, Pi. N.9.41, cf. κικλήσκω, κλῄζω, κλέω.b folld by a dependent clause, ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν said that his name should be the same, Id.O.9.63; καλεῖ με πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, i.e.καλεῖ με πλαστόν S. OT 780
; καλοῦμέν γε παραδιδόντα μὲν διδάσκειν we say that one who delivers teaches, Pl.Tht. 198b, cf. Smp. 205d;τὰς ἀμπέλους τραγᾶν καλοῦσιν Arist.HA 546a3
. -
95 οἴομαι
Aοἴομαι Od.10.193
,οἴοιτο 17.580
, 22.12), v. infr.:—the shortd. form [full] οἶμαι is the one chiefly used in Trag., οἴομαι only in A.Ch. 758, S.OC28 ; but οἴομαι is freq. in Ar. (Eq. 407, al.) ; Hdt. does not use either form ; in [dialect] Att. Prose codd. vary, but οἶμαι prevails, and was exclusively used in parenthesis (v. infr. IV): [tense] impf. , Ar.V. 791, etc. ; also 1 pers. , etc.: [tense] fut.οἰήσομαι Lys.30.8
, Pl.R. 397a, etc., laterοἰηθήσομαι Gal.Opt.Doctr.42
:—[dialect] Ep. [tense] aor. [full] ὠϊσάμην (v. infr.): [tense] aor.ὠΐσθην Od.4.453
, 16.475 ; part.ὀϊσθείς Il.9.453
; [dialect] Att. and [dialect] Ion. [tense] aor.ᾠήθην Hp.VM14
, Antipho 1.8, Th.4.130, Pl.Tht. 178c, etc. ; but rare in Com. and Trag., , οἰηθείς, -εῖσα, Antiph.194.2, E. IA 986 ; also [tense] aor. inf.οἰήσασθαι Arat.896
:—[voice] Act., [dialect] Ep. [tense] pres. [full] ὀΐω and [full] οἴω, but only in [ per.] 1sg. (v. infr.) ; [dialect] Lacon.οἰῶ Ar.Lys.81
, 156, 998, Epil. 3. [In the un[var] contr. forms, Hom. uses [pron. full] ῑ inὀΐομαι Il.5.644
,ὀΐεαι 1.561
, Od.10.380,ὀΐεται 17.586
,ὀϊόμεθ' 21.322
,22.165,ὀϊόμενος Il.15.728
, Od. 2.351, al. (οἰόμενος Call.Epigr.8.2
),ὠΐετο Od.10.248
,ὀΐσατο 1.323
,9.213,19.390,ὀϊσάμενος 15.443
(but the v.l. ὀϊσσατο, ὀϊσσάμενος in Hom. can be supported byὀϊσσάμενος A.R.2.1135
, cf. Epic.Alex.Adesp.2.41, Arat.1006, by ὑποίζεσθαι (: ὑπονοεῖν) Hsch., and byὠῐσάμην A.R. 1.291
, ὠΐσατο [pron. full] [ῐ] Mosch.2.8, etc.) ; [voice] Act. [tense] pres. ὀΐω has [pron. full] ῑ when it stands at the end of a line, also in Od.19.215 (in fourth foot), 18.259 (before caesura in third foot) ; but [pron. full] ῐ in Il.1.558, 13.153,23.467, etc. ; οἴω as disyll. is always at the end, exc. in 15.298, 21.533, 23.310.]:—forebode, presage, c. acc.,κῆρας ὀϊομένῳ Il.13.283
;γόον δ' ὠΐετο θυμός Od. 10.248
; expect,ἐελδομένοισι μάλ' ἡμῖν, οὐδ' ἔτ' ὀϊομένοισι 24.401
; suspect,ἤ τι ὀϊσάμενος, ἢ καὶ θεὸς ὣς ἐκέλευσεν 9.339
;ἦ τινά που δόλον ἄλλον ὀΐεαι 10.380
; fear,κατὰ θυμὸν ὀΐσατο, μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν ἀμφράσσαιτο 19.390
;τῷ ἑπόμην.., ὀϊόμενός περ, ἀνάγκῃ 14.298
: abs., αἰεὶ μὲν ὀΐεαι, οὐδέ σε λήθω thou art ever suspecting, Il.1.561 ; , cf. Od.15.443 : folld. by ὡς, καὐτὸς ὀΐεαι ὥς κεν ἐτύχθη you can guess how it would have happened, 3.255, cf. 17.586 : c. acc. et [tense] fut. inf.,ὀΐομαι ἄνδρα χολωσέμεν Il.1.78
; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω ib. 289, cf. 5.252, 284, al. ;τὸ καὶ τελέεσθαι ὀΐω 1.204
;ἀλλ' οὐ νῦν ἐρύεσθαι ὀΐομαι 20.195
: c. acc. et [tense] pres. inf., referring to present time,οὐδέ τι θυμῷ ὠΐσθη δόλον εἶναι Od.4.453
, cf. 10.232 ;ὀΐσατο γὰρ θεὸν εἶναι 1.323
; : c. acc. et [tense] aor. inf., referring to past time,τῇ δ' ὀΐω κατανεῦσαι 1.558
, cf. Od.3.27, al.: the subj. of the inf. must freq. be supplied from the context, διωκέμεναι γὰρ ὀΐω I fear [they] are pursuing me, 15.278, cf. 1.201, 12.212, Il.12.66,al.: c. inf. alone, when both Verbs have the same subject, as κιχήσεσθαι δέ δ' ὀΐω I think I shall catch you, 6.341 ; mean, intend, c. [tense] fut. inf., , cf. 170, Od.19.215 : c. [tense] pres. inf.,οὐ γὰρ ὀΐω ἀνδρῶν δυσμενέων ἑκὰς ἱστάμενος πολεμίζειν Il.13.262
.II impersonal, only Od.19.312, ἀλλά μοι ὧδ' ἀνὰ θυμὸν ὀΐεται there comes a boding into my heart.III think, suppose, believe, freq. in Hom., as Il.1.59,5.644, etc. ; ; οἶμαι γάρ νιν ἱκετεύσειν ( ἱκετεῦσαι codd.) E.IA 462 ; κτήσεσθαι (- σασθαι codd.) Lys.12.19 ; διαπράξεσθαι (- ξασθαι codd.) Id.13.53 ; ; opp. εἰδέναι, Pl.R. 506c4 ;οἴονται, ἴσασι δ' οὐδέν Arist.Rh. 1389b17
, cf.APo. 75a15 : folld. by ὅτι.., Plu.2.90b:—[voice] Pass., that he is the putative father, 784a (Tenos, iv B. C.).IV parenthetically, mostly in first person, ἐν πρώτοισιν, ὀΐω, κείσεται among the first, I ween, will he be lying, Il.8.536 ;ἔπειτά γ', ὀΐω, γνώσεαι Od.16.309
, cf. Il.13.153, Od.2.255, etc.: in Hom. only in act. form ὀΐω, exc.ὀΐομαι Od.22.140
, and perh. 14.363, cf. A.Ch. 758 ; in [dialect] Att. this parenthetic use is prob. confined to the shorter form οἶμαι, [tense] impf. ᾤμην ; rarely in other persons than the first, as οὐκ οἴει ἀναγκασθήσεται; Pl.R. 486c, cf. Tht. 147b ; πόσης οἴεσθε γέμει σωφροσύνης; Id.Smp. 216d.2 expressive of modesty or courtesy, to avoid over-great bluntness of assertion, Id.Grg. 483c, X.Cyr.1.3.11, etc.: even between a Prep. and its case, ;ἐν οἶμαι πολλοῖς D.20.3
; or between Art. and Subst.,οἱ γὰρ οἶμαι βέλτιστοι Id.54.38
.V answering a question, I think so, I should think so, Ar.Ach. 919, etc. ;νὴ τὸν Ἡρακλέα, οἶμαί γε Id.Th.27
;οἶμαι ἔγωγε Pl.Cri. 47d
, etc. ; οἴεσθαί γε χρή one must think so, it would seem so, Id.Prt. 325c, Cri. 53d, Phd. 68b, Grg. 522a.VI [dialect] Att. phrases:1 πῶς οἴει; you can't think how, to add force, like πῶς δοκεῖς ; .2 οἴομαι δεῖν I think it my duty, think fit, hence sts., intend, purpose, λέγειν οἴεται δεῖν ποιεῖν δεινούς his object is to train orators, Pl.Men. 95c, cf. 86b, Tht. 207e ; ; , cf. Pl.Prt. 316c, X.An.2.6.26, Mem.4.6.3,6 ; [ ὁ ἀκόλαστος] οἰόμενος δεῖν [ διώκει τὰ ἡδέα] intentionally, Arist.EN 1152a6, cf. 1136b8, Pl.Hipparch. 225b ; but οἴομαι δὲ δεῖν οὐδέν methinks there is no need, S.OC28 ; and in Pl.Alc.2.144d ἆρ' οὐκ ἀναγκαῖον.. οἰηθῆναι δεῖν.. ἡμᾶς εἰδέναι ἢ τῷ ὄντι εἰδέναι; must we not either think we know or really know? ( δεῖν being superfluous). -
96 οὔτε
A and not, Il.22.265 (v.l.), Hdt.3.155 (v.l.); οὔτε γὰρ ἐκείνους διδόναι, Lat. neque enim, Id.1.3 (prob. f.l. for οὐδὲ); and occasionally in later writers, Arist.Ph. 208a8, Luc.Par.27,53, etc.II mostly repeated, οὔτε.., οὔτε .. neither.., nor.., Lat. neque.., neque.., Hom., etc.—Hom. freq. joins another Particle with the first or second οὔτε, as οὔτ' ἂρ.., οὔτε.. ; οὔτ' ἂρ.., οὔτ' ἂρ.. ; οὔτ' ἄρ τε.., οὔτ' ἄρα .. Il.5.89; οὔτ' οὖν, v. οὖν 1; οὔτε.. οὖν.., οὔτ' ἄρα .. 20.7; οὔτ' ἄρ.., οὔτε τι .., or οὔτε τι.., οὔτε .., 1.115, Od.1.202; so too οὔτε.., οὔτε μὴν .. X.Cyr.4.3.12; οὔτε.., οὔτ' αὖ .., v. infr. 3.2 freq. used to divide up a general negation into two or more parts,ὡς δ' ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν, οὔτ' ἂρ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν οὔθ' ὁ διώκειν Il.22.200
; thrice repeated,οὔ μοι Τρώων.. μέλει ἄλγος.., οὔτ' αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος οὔτε κασιγνήτων 6.450
;οὐκ ἔπειθεν οὔτε τοὺς στρατηγοὺς οὔτε τοὺς στρατιώτας Th.4.4
: without a neg. preceding, Il.1.490, 2.202, etc.3 within one of the two clauses distd. by οὔτε a subordinate part may be introduced by οὐδέ, οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ' ὑάκινθος ( οὐθ' codd.), ;οὔτε.. ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται μάρτυρας, οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν.. ἐπανέφερεν D.27.49
: sts. after several clauses distd. by οὔτε the last is introduced emphat. by οὐδέ, οὔτε φάρμακα οὔτε καύσεις οὔτε τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπῳδαί nor yet incantations, Pl. R. 426b, cf. 499b (so μηδέ after clauses withμήτε, μήτε παιδεία μήτε δικαστήρια μήτε νόμοι μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία Id.Prt. 327d
); so οὐδέ ([etym.] μηδέ) may sts. follow a single οὔτε (μήτε), οὐδέ ποτέ σφιν οὔτε τι πημανθῆναι ἔπι δέος, οὐδ' ἀπολέσθαι neither to suffer misery, nor yet to die, v. l. in Od.8.563, cf. Pi.P.8.83, I.2.44, S.OC 1139, 1141 (s.v.l.), 1297 (cj.), Pl. Ap. 19d: in many of these places, however, the readings vary, and editors have altered οὐδέ into οὔτε; but this cannot be done in some cases, asοὔτ' ἂν ὑπό γε ἑνὸς.. πάθοι, ἴσως δ' οὐδὲ ὑπὸ πλεόνων Id.La. 182b
: so when οὔτε is folld. by οὐδὲ μέν, Od.13.207; by οὐδὲ μήν, X. Cyr.4.5.27; οὐδ' αὖ, v. supr.—But οὔτε ([etym.] μήτε ) cannot be used simply answering to οὐδέ ([etym.] μηδέ), v. μηδέ A. 2.4 οὔτε may be folld. by a Posit. clause with τε, οὔτ' αὐτὸς κτενέει, ἀπό τ' ἄλλους πάντας ἐρύξει he both will not kill and will defend, Il.24.156, cf. A.Pr. 246, 262, Hdt.5.49, X.An.7.7.48, etc.: sts. the neg. is added after the τε, οὔτ' ὦν.. καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει.. φέρειν Pi.N.11.40
, cf. S. Ant. 763, E.Hipp. 302;κυάμους δὲ οὔτε τι μάλα σπείρουσι, τούς τε γενομένους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται Hdt.2.37
: the combination οὔτε.., καί .. is dub. in E.IT 591, but is found in later writers, as Luc.DMeretr.2.4, Chor.in Rev.Phil.1877.218.5 οὔτε is freq., by anacoluthon, folld. not by a second οὔτε, but by some other Particle, as by οὐδέ, v. supr. 3; by δέ alone, Il.24.368, Hdt.1.108, Pl.R. 388e, X.An.6.3.16.b in Poets, οὐ sts. follows without any conjunctive Particle,οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδὲν οὔτε βρώσιμον, οὐ χριστόν, οὔτε πιστόν A.Pr. 479
; οὔτε πλινθυφεῖς δόμους.. ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν ib. 450, cf. Theoc.15.139 sq.;οὔτε βλάστας.. πατρός, οὐ μητρὸς εἶχον S.OC 972
, cf. Ant. 249, E.Or.41: so also in the Prose of Hdt., ἐς ποταμὸν οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι, οὐ χεῖρας ἐναπονίζονται, οὐδέ .. 1.138.c in Poets also οὔτε is sts. replaced byοὐ, οὐ νιφετὸς οὔτ' ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od.4.566
; (dub. l.), cf. Il.1.115, Od.9.136, A.Pers. 588 (lyr., s. v.l.), etc.d the former οὔτε is sts. omitted,ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών Pi.P.10.29
; νόσοι δ' οὔτε γῆρας ib.41; , cf. Ch. 294; and v. μήτε 2. -
97 παραλαμβάνω
παραλαμβάνω (Cret. [full] παλλαμβάνω Riv.Fil.58.472 (Gortyn, iii B.C.)), [tense] fut. - λήψομαι, [dialect] Ion.A- λάμψομαι Hdt.2.120
:— receive from another, esp. of persons succeeding to an office, etc., [ τὴν βασιληΐην] Hdt.l.c., cf. Th.1.9 ; (Rosetta, ii B.C.); τοῖς παραλαμβάνουσι (sc. τὴν βασιλείαν ) the successors, Arist.Pol. 1285b8 ;π. τὴν ἀρχήν Pl.Lg. 698e
;τῆς πόλεως τὰ πράγματα Ar.Ec. 107
;τὴν ἐπιμέλειάν τινος Aeschin.1.143
;τὴν τριηραρχίαν D.47.32
;π. πόλιν ἀνάστατον And.1.108
, cf. Th.1.9, etc.; νόμον ὄντα παραλαβόντες, opp. θέντες, Id.5.105, cf. Isoc.8.102 ; of inherited rites or customs, Hdt.2.51 ; of persons succeeding by inheritance, E. Ion 814, Lys. 10.5, etc. ; ; παρὰ τοῦ πατρὸς πολλὴν οὐσίαν π. D.21.157 ; opp. ἐπικτᾶσθαι, Pl.R. 330a ; π. ἀράς inherit curses, E.Ph. 1611 ; of officers, receive things as stated in an inventory from their predecessors, IG12.301.5, al.;τὰ μὲν παρειληφότα τὰ δ' αὐτὸν εὑρηκότα Isoc.15.208
: Astrol., take over, [ χρονοκρατορίαν] Vett.Val.171.16 : generally, receive,ἔρια παραλαβοῦσα ἱμάτιον ἀποδεῖξαι X.Oec.7.6
; of cargo, POxy.276.13 (i A.D.), etc.2 take upon oneself, undertake, ; τὰ παραλαμβανόμενα undertakings, Hdt.1.38 ; take to oneself, admit, employ,π. ἐν ταῖς μάχαις τὸν θυμόν Plu.2.988e
:—[voice] Pass., π. πρὸς τὴν σύστασιν τῆς ψυχῆς ib.1027d.3 take in pledge, Hdt.3.136 ; take by force or treachery, seize,οὐδὲν ἐδυνέατο π. τῆς ἐσόδου Id.7.211
;ναῦς παραλαβόντες Th.1.19
, 4.16, And.3.39 ; π. τὰ πράγματα get control of affairs, Plu.Alc.26 :—in [voice] Med., lay hold of,ἄκρων τῶν χειρῶν Paus.6.4.1
(s.v.l.).4 receive by hearing or report, ascertain,παρὰ τῶν Αἰγυπτίων Hdt.2.19
;π. ἀληθείην Id.1.55
;π. ἀκοῇ Id.2.148
;π. τὰ περὶ Ἀλκμέωνα Th.2.102
;τι περί τινος Plb.12.22.5
; receive by way of lesson,σοφίαν παρά τινος Pl.La. 197d
:—[voice] Pass., to be received, accepted, τὰ παρειλημμένα the received or traditionary doctrines, Arist.Mete. 365a16 ;οἱ π. μῦθοι Id.Po. 1453b22
;[λόγοι] ἔνιοι π. ὡς Ἀριστογείτονος Plu.2.850e
.5 take, receive, or use as a substitute or equivalent, τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῦ νοῦ π. Placit.4.2.3:—[voice] Pass.,ὑμέτερον ἀντὶ τοῦ ὑμεῖς παρείληπται D.H.Amm.2.14
.b Gramm. and Medic., simply, use, employ, D.H.Comp.25 ;εἰς λόγον A.D.Synt.250.3
; θλῖψιν, βοηθήματα, Antyll. ap. Orib.8.6.37,8.10.1 ([voice] Pass.):—freq. in [voice] Pass., to be found, used, D.H.Comp.14, 17, A.D.Synt.83.2,al.; π. ἐκ κοινοῦ, δεικτικῶς, ib.123.1, Pron.10.17.6 take up, catch up,τὸ οὔνομα τοῦτο Hdt. 1.122
, cf. 126 ;τὸν λόγον Plb.33.18.9
; π. ἐπὶ βραχύ give a résumé of, Id.6.58.1.8 [voice] Pass., to be derived, ἔκ τινος v.l. in A.D.Pron.32.16.II c. acc. pers., take to oneself, associate with oneself, as a wife or mistress, Hdt.4.155 ; as an adopted son, Id.1.113 ; as a partner, auxiliary, or ally, ib.76, 7.150, Th.1.111, etc.;παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ' ἄλλου.. χρείᾳ Pl.R. 369b
; συμβούλους π. Arist.EN 1112b10 ; get control of, Pl.Ap. 18b, R. 460b, 541a, Alc.1.121e ; μάρτυρας π. call in witnesses, D.47.67 : c.inf.,τὴν αἴσθησιν ὑπουργεῖν Jul.Or.8.248a
.2 invite,ἐπὶ ξείνια Hdt.4.154
;παραληφθεὶς ἐπὶ δεῖπνον Alciphr.3.46
;ἐφ' ἑστίασιν παρειλημμένος Plu.2.40b
;παραληφθεὶς εἰς τὸ συσσίτιον Id.Lyc.20
: abs., Id.2.461d ; παραληφθῆναι πρός τινα Parmenisc. ap. Ath.4.156e.3 receive, take over in succession, Hdt.4.203 ;Λυκοῦργος π. τοὺς Σπαρτιάτας οἴκοι σκηνοῦντας X.Lac.5.2
.5 of the dead,παραλημφθεὶς ὑπὸ θεῶν καταχθονίων IG14.1702
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλαμβάνω
-
98 παραληπτέον
A one must take to oneself, [ γυναῖκα] Antip.Stoic.3.257 ; one must provide oneself with,μάρτυρας D.34.30
.2 one must apply remedies, etc., Sor.2.10, Gal.12.519, Philum. ap. Orib.45.29.15 ; τὸ τοῦ λύχνου φέγγος π. Herod.[voice] Med.inRh.Mus.58.71.II Adj. -ληπτέος, α, ον, to be applied or employed,π. ὁ κλυστήρ Ruf.Fr.80
;π. ἁλτῆρες Philostr.Gym.55
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραληπτέον
-
99 παρασκευάζω
παρασκευάζω, [tense] fut.- άσω X.Cyr.1.6.18
(but [ per.] 3sg.- σκευᾷ Epicur. Nat.14.2
, [ per.] 2pl. (Cos, iv/iii B. C.)): [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf. [voice] Pass.παρεσκευάδατο Hdt.7.218
, etc.: later sts.[full] παρασκεάζω, asπαρεσκεασμένων IPE12.32B12
(Olbia, iii B.C.):—A get ready, prepare,δεῖπνον Hdt.9.82
, Pherecr.172 ;στρατείαν Th.4.74
; ;πλοῖα Lys.13.26
; ἱππέας, ὅπλα, τριήρεις, X.Ages.1.24, Cyr.2.1.9, HG1.4.11 ; hold ready,τῆς θύρας παρεσκευασμένης Lys. 1.24
: κατασκευάζω is prop. fit out and prepare what one has, παρασκευάζω provide and prepare what one has not ; cf.κατασκευή 11
.2 provide, procure, contrive, ;τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Th.3.49
;πᾶσαν ἡμῖν εὐδαιμονίαν Pl. Smp. 188d
, etc. ; ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατά τινων π. Lys.1.28 : in bad sense, get up,ἀντίδοσιν ἐπί τινα D.28.17
; v. infr. B. 1.2.3 make or render so and so, with part. or Adj., π. τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντας, π. τινὰς ὅτι βελτίστους, X.Cyr.1.6.18, 5.2.19 ; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ π. Pl.Lg. 803e ; τοὺς κριτὰς τοιούτους π. Arist.Rh. 1387b17, cf. 1380b31 : c. inf., accustom, τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν accustom it not to.., X.HG7.5.19, cf. Eq.2.3 ;π. τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Pl.R. 405c
;π. τινὰς τὴν τιμὴν ἀποδιδόναι PFlor.347.2
(V A. D.) ;π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Pl.Grg. 503a
, cf. Ap. 39d ;π. τινῶν τὰς γνώμας, ὡς ἰτέον εἴη X.Cyr.2.1.21
;δεῖ παρασκευάσαι τὸν ἀκροατὴν ἐν τῷ προοιμίῳ D.H.Rh.10.13
.B [voice] Med. and [voice] Pass. :I in proper sense of [voice] Med., get ready or prepare for oneself,ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Hdt.7.25
; π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατείαν, Th.1.18, 2.80, 4.70 ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. Id.2.56 ; τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν in preparation, D.4.37 ; τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ is preparing such an adversary for himself, A.Pr. 920.2 in Oratt., procure, suborn persons as witnesses, partisans, etc., so as to obtain a verdict by fraud or force (cf.παρασκευή 1.3
) ;π. τοὺς συκοφάντας And.1.105
;ῥήτορας παρασκευασάμενοι Is.1.7
; ψευδεῖς λόγους ib.17 ;μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται D.29.28
; π. τινὰς τῶν δημοτῶν bring them over to one's side, Id.44.39 : abs., form a party, intrigue, Is.10.1, D.27.2 :—so in [voice] Act., X.HG1.7.8, Is.8.3 ; παρασκευάζειν τινὶ δικαστήριον pack a jury to try him, Lys.13.12:—[voice] Pass., ὑπὸ σοῦ παρεσκευάσθη was 'squared' by you, D.20.145.II [voice] Med. also abs., prepare oneself, make preparations,τῷ ναυτικῷ.. παρασκευασαμένῳ Th. 2.80
;παρασκευασάμενος μεγάλως Hdt. 9.15
;παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι X.An.7.3.35
: in [tense] pres. and [tense] impf. it may be regarded either as [voice] Pass. or [voice] Med., D.18.19, etc. ; π. ἐς ναυμαχίην, μάχην, Hdt.9.96,99 ;π. πρός τι Th.3.69
, etc. ; στρατεύεσθαι π. Hdt. 1.71, cf. A.Ag. 353, Ar.Av. 227 : c. [tense] fut. inf., X.Cyr.7.5.12.2 freq. folld. by ὡς with [tense] fut. part.,παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Hdt. 5.34
;π. ὡς ἐλῶν Id.2.162
, cf. 9.122 ; π. ὡς ναυμαχήσοντες (expressed just above by ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Th.4.13 ; ὡς προσβαλοῦντες ib.8 ;π. ὡς μάχης ἐσομένης X.HG4.2.18
, cf. Cyr.3.2.8 : c. [tense] fut. part. withoutὡς, τέχνῃ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος Th.5.8
, cf. 6.54, 7.17, X.HG4.1.41 ; alsoπ. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Th.2.99
, cf. Pl. Tht. 183d.3 in [tense] pf. παρεσκεύασμαι, to be ready, prepared,κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι Hdt.3.150
; τράπεζαι.. παρεσκ. Ar.Ec. 839 ; λῃστρικώτερον π. equipped in pirate fashion, Th.6.104 ;παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Pl.Phd. 91b
;εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα X.Oec.5.13
; ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο v.l. in Hdt.3.150 ;παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι Id.7.218
;ταῖς ψυχαῖς παρεσκευας μένους ὡς χεῖρας ξυμμείξοντας X.Cyr.2.1.11
: folld. by ὥστε c. inf., ;παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι X.Cyr.4.2.13
: c. inf. only,δρᾶν παρεσκευασμένος A.Th. 440
, E.Heracl. 691, cf. A.Ag. 1422, Ar.Nu. 607, etc.: so in [tense] aor.,ὥστε ἂν.. παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Arist.Rh. 1388a26
.4 [voice] Med., = exonerare alvum, LXX 1 Ki. 24.4.III παρεσκευάσθαι τι to be prepared or provided with a thing, ;π. λαμπρὸν ἱμάτιον Thphr.Char.21.11
.IV in [voice] Pass., of things, to be got ready, prepared, ἐπειδὴ παρεσκεύαστο when preparations had been made, Th.4.67 ; ; in Hdt.9.100, for ὡς παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, Reiske proposed παρεσκεύαστο.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασκευάζω
-
100 παρέχω
Aπαρέξω Od.18.317
, Th.8.48,παρασχήτω Id.6.86
, Isoc. 6.71, 15.248 : [tense] pf. παρέσχηκα : [tense] aor. παρέσχον, [dialect] Ep. inf.παρασχέμεν Il. 19.147
; imper. ( παράσχε is f.l.) ; poet.παρέσχεθον Hes. Th. 639
, inf.παρασχεθεῖν Ar.Eq. 321
; [dialect] Aeol.παρέσκεθον Alc. Oxy.1788
Fr.15 ii 11 ; παρεχέσκετο is f.l. for παρεκέσκετο in Od.14.521. [In Od.19.113, πᾱρέχη.]A [voice] Act., hand over, Il.18.556 ; furnish, supply,φάος πάντεσσι παρέξω Od.18.317
;δῶρα Il.19.147
; esp. in Od., ἱερήϊα, βρῶσίν τε πόσιν τε, σῖτον, 14.250, 15.490, 18.360 : abs., ἐγὼ δ' εὖ πᾶσι παρέξω I will provide for all, 8.39 ;π. νέας Hdt.4.83
, 7.21 ;τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος Id.2.180
;χρήματα Th.8.48
; ἀργύριον, ποίμνια, IG12.39.69,45.4 ;αἱ δὲ Συράκουσαι σῦς.. παρέχουσιν Hermipp.63.9
; πληρώμαθ' ἡ πόλις παρέχει the state finds men to man the ships, D.21.155, cf. Lys. 19.43.2 of natural objects, yield, produce,θάλασσα π. ἰχθῦς Od.19.113
; [ σίδηρον] παρέξει (sc. σόλος) Il.23.835.3 of incorporeal things, afford, cause, φιλότητα, ἀρετήν, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην, 3.354, Od.18.133, 20.8 ;ὀνίαις Alc.88
;π. εἰράναν τισί Pi.P.9.23
;ὕμνον Id.N.6.33
;αἶσαν Id.O.6.102
;Σάρδεσιπένθος A.Pers. 322
; τύχην, φρίκην, S.OT53, 1306 (anap.); χάριν, εὔνοιαν, Id.OC 1498(lvr.), Tr. 708 ; ὄχλον, πρήγματα π., Hdt. 1.86, al. (v. πρᾶγμα); πόνον Alc.19
, Hdt.1.177 ; ;π. εὔνοιαν εἴς τινα Antipho 5.76
; αἴσθησιν παρέχει τινός enables one to observe a thing, Th.2.50 ; but αἴσθησιν π., abs., it causes remark, is perceived, Id.3.22, X.An.4.6.13 ; πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν π. Th.3.45 ; ὑφειμένου δόξαν π., = ὑφειμένῳ ἐοικέναι, Plu.2.131a.1 c. inf., [ ὄϊες]παρέχουσι.. γάλα θῆσθαι Od.4.89
;π. τὸ σῶμα τύπτειν Ar.Nu. 441
;τὸ στράτευμα π. τισὶ διαφθεῖραι Th.8.50
(withoutinf.,πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 210
): with reflex. Pron., ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν π. I give myself up to you to practise upon, Pl.Phdr. 228e ;π. ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν Id.Ap. 33b
, cf. Prt. 312c ;π. ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι ἤν τι δέωνται X.Cyr.1.2.9
: rarely with a part.,π. ἑαυτὸν δεδησόμενον Luc. Tox. 35
.2 give oneself up, submit oneself, ἑαυτόν being omitted,π. [ἑωυτοὺς] διαφθαρῆναι Hdt.9.17
; πατεῖν παρεῖχετῷ θέλοντι [ ἑαυτόν] S. Aj. 1146, cf. Ar.Nu. 422 ;τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι.. ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν X.Mem.1.2.54
, cf. Pl.Grg. 456b ; τῷ λόγῳ ὥσπερ ἰατρῷ παρέχων ἀποκρίνου ib. 475d, cf. Tht. 191a; ; esp. of a woman, sens. obsc., Ar.Lys. 162, 227, Luc. DMeretr.5.4, etc. (in full,π. ἑαυτήν Id.DMar.13.1
, Artem.1.78).3 with reflex. Pron. and a predicative, show, exhibit oneself so and so,π. ἐμαυτὸν ὅσιον καὶ δίκαιον Antipho 2.2.2
; σπάνιον σεαυτὸν π. Pl. Euthphr.3d ; σαυτὸν σοφιστὴν π. Id.Prt. 312a ;ἑαυτὸν π. εὐπειθῆ X.Cyr. 2.1.22
; μέτριον ἐμαυτὸν π. Aeschin.1.1 ;τοιοῦτον πολίτην Lys.14.1
;π.ἐν τῷ μέσῳ ἐμαυτόν X.Cyr.7.5.46
;δέμασἀ κέντητον παρέχων Pi.O.1.21
.III allow, grant,σιγὴν παρασχὼν κλῦθί μου S.Tr. 1115
: c. inf., ἐπεὶ παρέσχες ἀντιφωνῆσαι did'st allow me to.., ib. 1114 ;π. αὐτοὺς δικαστὰς.. γίγνεσθαι Th.1.37
: abs. in imperat., πάρεχε make way, E. Tr. 308, Cyc. 203, Ar.V. 1326, Av. 1720 (all lyr.) ;πάρεχ' ἐκποδών Id.V. 949
.2 impers., παρέχει τινί c. inf., it is allowed, in one's power to do so and so,παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Hdt.1.170
, cf. 3.73, al., Pi.I. 8(7).76 ;ὑμῖν οὐ παρασχήσει ἀμύνασθαι Th.6.86
;σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι E.El. 1080
: neut. part. used abs., παρέχον it being in one's power, since one can, like ἐξόν, παρόν, παρέχον [ὑμῖν] ἄρχειν Hdt.5.49 ; also εὖ, καλῶς παρασχόν, Th.1.120, 5.14 ; κάλλιον π. ib.60.IV produce a person on demand,ἐς τὸ κοινόν X.HG7.4.38
; εἰς τὴν βουλήν, εἰς ἀγοράν (leg. αὔριον) , εἰς κρίσιν, Lys.13.23, 23.9, Aeschin.2.117, cf. PHib. 1.168 (iii B.C.), etc.V with a predic. added, make so and so, τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα π. Hdt.3.4 ;π. τινὰς βελτίους And.1.136
, cf. Pl.Phdr. 274e, 277a : with part.,π. ξυμμάχους τὰς σπονδὰς δεχομένους Th.5.35
, cf. X.Oec. 21.4 ; κοινὴν τὴν πόλιν π. offer it as a common resort, Isoc.4.52 ; γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους π. E.Med. 388, etc.B [voice] Med. παρέχομαι, [tense] fut. , Lys.23.8, etc.; alsoπαρασχήσομαι Antipho 5.24
, Lys.9.8 : [tense] aor. 2παρεσχόμην Is.3.18
, 19 : [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense)παρέσχημαι X.An.7.6.11
, D.27.49, 36.35 : freq. used much like [voice] Act., without any reflex. sense:1 supply of oneself or from one's own means,νέας Hdt.6.8
,15,al. ;δαπάνην οἰκηΐην Id.8.17
; π. ὅπλα furnish a suit of armour, IG12.22.11, Th. 8.97 ; οἱ τὰ τιμήματα παρεχόμενοι the tax- paying citizens, Arist.Ath. 39.6 ; μηδεμίαν δύναμιν π. εἰς τὴν στρατιάν supply no contingent of one's own to.., X.An.6.2.10 ; freq. withἑαυτόν, εὔνουν καὶ πρόθυμον ἑαυτὸν παρέχεται SIG333.11
(Samos, iv/iii B.C.), cf. 620.6 (Tenos, ii B.C.), etc.2 of natural objects, furnish, present, exhibit, [ ποταμὸς] κροκοδείλους π. Hdt.4.44 ; π. λίμνην ὁ Πόντος.. οὐ πολλῷ τεῳ ἐλάσσω ἑωυτοῦ ib.86, cf. 46, Pl.Phd. 81d.3 of works, ἓν ἔργον πολλὸν μέγιστον π. Hdt.1.93.4 of incorporeal things, display on one's own part,πᾶσαν προθυμίην Id.7.6
, cf. X.An.7.6.11 ;πᾶν τὸ πρόθυμον Th.4.85
, cf. 61 ;εὔνοιαν D.18.10
; χρείας Decr. ap. D.18.84.II in Law, παρέχεσθαί τινας μάρτυρας, π. τεκμήρια, bring forward witnesses or proofs, Pl.Ap. 19d, Prm. 128b, Antipho 1.11, cf. 5.20,22, Lys.23.8, etc. ; π. ἐκμαρτυρίαν, μαρτυρίαν, Is. ll.cc.III produce as one's own, ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα acknowledge as one's general, Hdt.7.61, 62, 67 ; Ἀθηναῖοι ἀρχαιότατον ἔθνος παρεχόμενοι presenting themselves as.., ib. 161 ; π.πόλιν μεγίστην, of an ambassador, represent a city in one's own person, Th.4.64, cf. 85.IV offer, promise,ἀψευδέα μαντήϊα Hdt.2.174
; ἔστιν ἃ π. Th.3.36 ; put forward,τὸ εὐπρεπὲς τῆς δίκης Id.1.39
.V render so and so for or towards oneself,θεὸν παρασχέσθαι εὐμενῆ E.Andr.55
;δυσμενεστέρους π. τοὺς ἀνθρώπους Pl.Prt. 317b
, cf. R. 432a, Lg. 809d ; v. supr. A. V.VI Arith., make up, amount to, ἐνιαυτοὶ.. παρέχονται ἡμέρας .. Hdt.1.32, cf. X.Cyr. 6.1.28.
См. также в других словарях:
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — ο 1. αυτός που καταθέτει ό,τι είδε ή γνωρίζει μπροστά στο δικαστήριο: Δεν ήρθε κανένας μάρτυρας υπεράσπισης. 2. ο παρών σε κάποιο γεγονός: Έγινε μάρτυρας ενός θανατηφόρου τροχαίου. 3. αυτός που διώχτηκε, βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρτυρας — μάρτυς witness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλικος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο… … Dictionary of Greek
αλικός — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * ἁλικός, ή, ὸν (Α) βλ. αλυκός* το θηλ. ἁλική, ή και το ουδ. πληθ. ἁλικά, τα (ως ουσιαστ.) φόροι… … Dictionary of Greek
Αβδάς ή Αυδάς — Μάρτυρας της Εκκλησίας. Θανατώθηκε μαζί με τον μάρτυρα Σάββα στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (248 304 μ.Χ.). Ορισμένοι αγιολόγοι υποθέτουν ότι μαρτύρησε μαζί με τον μεγαλομάρτυρα Προκόπιο (8 Ιουλίου) … Dictionary of Greek
Αζάτ — Μάρτυρας της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με άλλους 1.150 χριστιανούς, επί Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, του οποίου ήταν υπηρέτης. Αργότερα όμως ο βασιλιάς μετάνιωσε για τον χαμό του υπηρέτη του και διάταξε να σταματήσουν οι διωγμοί κατά… … Dictionary of Greek
Βαραχήσιος — Μάρτυρας του χριστιανισμού, γνωστός και με το όνομα Ιωνάς. Δολοφονήθηκε μαζί με άλλους, γιατί επισκέφθηκαν φυλακισμένους χριστιανούς. Ο Β. και οι συμμάρτυρές του τιμώνται από την εκκλησία στις 29 Μαρτίου … Dictionary of Greek
Βαράχος — Μάρτυρας γνωστός και με το όνομα Ιέρων. Μαρτύρησε την εποχή του Διοκλητιανού (284 305) με αποκεφαλισμό, μαζί με άλλους 32 μάρτυρες. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 7 Νοεμβρίου … Dictionary of Greek
Γοργόνιος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Ο Γ. ήταν συγκλητικός και όταν ο Μαξιμιανός έκαψε τους Δισμυρίους μάρτυρες, ήταν μεταξύ τους αλλά σώθηκε. Συνελήφθη όμως αργότερα με τους επίσης συγκλητικούς Πέτρο και Ίνδη και μαρτύρησε με πνιγμό στη θάλασσα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
May 7 (Eastern Orthodox liturgics) — May 6 Eastern Orthodox Church calendar May 8 All fixed commemorations below celebrated on May 20 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 References … Wikipedia