Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σόλος

См. также в других словарях:

  • σόλος — mass masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλος — Μικρός ορεινός οικισμός (55 κάτ., υψόμ. 1.050 μ.), στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μεσορρουγίου. * * * ὁ, Α σιδερένιος όγκος τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε αγώνισμα για ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης …   Dictionary of Greek

  • σόλοι — σόλος mass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλοιο — σόλος mass masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλοις — σόλος mass masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλον — σόλος mass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλου — σόλος mass masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλους — σόλος mass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλων — σόλος mass masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλῳ — σόλος mass masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νώνακρις — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Αναφέρεται ως ερειπωμένη από την εποχή του Παυσανία, ο οποίος έγραψε τα Αρκαδικά περίπου το 174 μ.Χ. Σήμερα αναζητείται στην περιοχή των χωριών Σόλος, Μεσορούγι και Περιστέρα, τα οποία, μαζί με άλλα επτά (Αγρίδι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»