-
1 şahit
μάρτυρας -
2 martyr
μάρτυρας -
3 témoin
μάρτυρας -
4 mučedník
μάρτυρας -
5 pamětník
μάρτυρας -
6 svědek
μάρτυρας -
7 martyr
μάρτυρας -
8 cierpiętnik
μάρτυρας -
9 męczennik
μάρτυρας -
10 świadek
μάρτυρας -
11 свидетель
-я α. -ница, -ы θ.μάρτυρας•быть -ем чего-л. είμαι μάρτυρας για κάτι•
брать кого в -и παίρνω κάποιον για μάρτυρα•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας•
свидетель со стороны обвинения ή свидетель обвинения μάρτυρας κατηγορίας•
свидетель в пользу обвиняемого ή свидетель защиты μάρτυρας υπεράσπισης•
он приводит в -ли такого-то историка αυτός επικαλείται τη μαρτυρία (τα λεγόμενα) κάποιου ιστορικού•
вскрыть завещание при -ях ανοίγω τη διαθήκη μπροστά σε μάρτυρες•
призвать ή пригласить в -и καλώ για μάρτυρα, επικαλούμαι τη μαρτυρία.
|| μτφ. θεατής•эта равнина была -цей многих битв αυτή η πεδιάδα ήταν μάρτυρας πολλών μαχών.
-
12 witness
['witnəs] 1. noun1) (a person who has seen or was present at an event etc and so has direct knowledge of it: Someone must have seen the accident but the police can find no witnesses.) αυτόπτης μάρτυρας2) (a person who gives evidence, especially in a law court.) μάρτυρας δικαστηρίου3) (a person who adds his signature to a document to show that he considers another signature on the document to be genuine: You cannot sign your will without witnesses.) μάρτυρας2. verb1) (to see and be present at: This lady witnessed an accident at three o'clock this afternoon.) βλέπω, είμαι παρών σε (κάτι)2) (to sign one's name to show that one knows that (something) is genuine: He witnessed my signature on the new agreement.) είμαι μάρτυρας, υπογράφω ως μάρτυρας•- bear witness -
13 свидетель
-
14 лжесвидетель
ο ψευδό μάρτυς, ο ψευδο-μάρτυρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лжесвидетель
-
15 понятой
юр. о επίσημος μάρτυρας (σε έρευνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понятой
-
16 мученик
му́чени||км ὁ μάρτυρας, ὁ μάρτυς. -
17 свидетель
свидетел||ьм ὁ μάρτυρας, ὁ μάρτυς:\свидетель обвинения ὁ μάρτυς κατηγορίας· призывать в \свидетельи кого-л. ἐπικαλοῦμαι τήν μαρτυρία κάποιου. -
18 секундант
секундантм ὁ μάρτυρας [-υς]. -
19 страдалец
страда́||лецм ὁ μάρτυρας, ὁ βασανισμένος. -
20 фигурировать
фигурироватьнесов παρίσταμαι, φιγουράρω (присутствовать)! ὑπάρχω (в протоколе и т. п.):\фигурировать на суде в качестве свидетеля παρίσταμαι μάρτυρας στό δικαστήριο.
См. также в других словарях:
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — ο 1. αυτός που καταθέτει ό,τι είδε ή γνωρίζει μπροστά στο δικαστήριο: Δεν ήρθε κανένας μάρτυρας υπεράσπισης. 2. ο παρών σε κάποιο γεγονός: Έγινε μάρτυρας ενός θανατηφόρου τροχαίου. 3. αυτός που διώχτηκε, βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρτυρας — μάρτυς witness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλικος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο… … Dictionary of Greek
αλικός — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * ἁλικός, ή, ὸν (Α) βλ. αλυκός* το θηλ. ἁλική, ή και το ουδ. πληθ. ἁλικά, τα (ως ουσιαστ.) φόροι… … Dictionary of Greek
Αβδάς ή Αυδάς — Μάρτυρας της Εκκλησίας. Θανατώθηκε μαζί με τον μάρτυρα Σάββα στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (248 304 μ.Χ.). Ορισμένοι αγιολόγοι υποθέτουν ότι μαρτύρησε μαζί με τον μεγαλομάρτυρα Προκόπιο (8 Ιουλίου) … Dictionary of Greek
Αζάτ — Μάρτυρας της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με άλλους 1.150 χριστιανούς, επί Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, του οποίου ήταν υπηρέτης. Αργότερα όμως ο βασιλιάς μετάνιωσε για τον χαμό του υπηρέτη του και διάταξε να σταματήσουν οι διωγμοί κατά… … Dictionary of Greek
Βαραχήσιος — Μάρτυρας του χριστιανισμού, γνωστός και με το όνομα Ιωνάς. Δολοφονήθηκε μαζί με άλλους, γιατί επισκέφθηκαν φυλακισμένους χριστιανούς. Ο Β. και οι συμμάρτυρές του τιμώνται από την εκκλησία στις 29 Μαρτίου … Dictionary of Greek
Βαράχος — Μάρτυρας γνωστός και με το όνομα Ιέρων. Μαρτύρησε την εποχή του Διοκλητιανού (284 305) με αποκεφαλισμό, μαζί με άλλους 32 μάρτυρες. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 7 Νοεμβρίου … Dictionary of Greek
Γοργόνιος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Ο Γ. ήταν συγκλητικός και όταν ο Μαξιμιανός έκαψε τους Δισμυρίους μάρτυρες, ήταν μεταξύ τους αλλά σώθηκε. Συνελήφθη όμως αργότερα με τους επίσης συγκλητικούς Πέτρο και Ίνδη και μαρτύρησε με πνιγμό στη θάλασσα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
May 7 (Eastern Orthodox liturgics) — May 6 Eastern Orthodox Church calendar May 8 All fixed commemorations below celebrated on May 20 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 References … Wikipedia