Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(κρατῆρα

См. также в других словарях:

  • κρατῆρα — κρᾱτῆρα , κρατήρ mixing vessel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • SCOLIUM — Graece Σκολιὸν, subintellige μέλος, genus Carminis apud Graecos convivalis. Quamvis enim Socrates apud Platonem in Protagora, Musicae usum in conviviis improber illamque Euripides funeribus magis convenire, ad luctum mitigandum, asserat, tamen et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρατηρίζω — κρατηρίζω, ιων. τ. κρητηρίζω (Α) [κρατήρ] 1. αναμιγνύω οίνο με νερό μέσα σε κρατήρα 2. εκτελώ καθήκοντα υπηρέτη σε θέματα σχετικά με τους κρατήρες στα οργιαστικά μυστήρια 3. παθ. κρατηρίζομαι πίνω κρασί χωρίς μέτρο από τον κρατήρα, πίνω κρατήρες… …   Dictionary of Greek

  • κρατηροειδής — ές 1. αυτός που έχει σχήμα κρατήρα, αυτός που είναι όμοιος με τα αγγεία μέσα στα οποία ανακάτευαν το κρασί με νερό 2. όμοιος με κρατήρα ηφαιστείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρας + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Γ. Χ. Παπαγεωργίου] …   Dictionary of Greek

  • κρατηροφόρος — κρατηροφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει κρατήρα, αυτός που κρατά κρατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + φόρος (< φέρω), πρβλ. αθλο φόρος, ζωο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»