Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ὠλένιος

См. также в других словарях:

  • Ὠλένιος — Olenos masc nom sg Ὠλένιος Olenos masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλένιος — in the elbow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωλένιος — α, ο / ὠλένιος, ία, ον, ΝΑ [ὠλένη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη 2. αυτός που βρίσκεται στην ωλένη («ωλένιο νεύρο») αρχ. φρ. «αἲξ ὠλενία» ο αστέρας τής Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό τού Ηνιόχου (Άρατ.) …   Dictionary of Greek

  • Ωλένιος — ία, ον, Α [Ώλενος] Αχαϊκός …   Dictionary of Greek

  • Ὠλενίων — Ὠλένιος Olenos fem gen pl Ὠλένιος Olenos masc/neut gen pl Ὠλένιος Olenos masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠλένιον — Ὠλένιος Olenos masc acc sg Ὠλένιος Olenos neut nom/voc/acc sg Ὠλένιος Olenos masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠλενίοιο — Ὠλένιος Olenos masc/neut gen sg (epic) Ὠλένιος Olenos masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠλενίου — Ὠλένιος Olenos masc/neut gen sg Ὠλένιος Olenos masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλενίων — ὠλένιος in the elbow fem gen pl ὠλένιος in the elbow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλένιον — ὠλένιος in the elbow masc acc sg ὠλένιος in the elbow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠλενίη — Ὠλένιος Olenos fem nom/voc sg (epic ionic) Ὠλενίη fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»