Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μασά

См. также в других словарях:

  • ἀτιμάσασ' — ἀτῑμά̱σᾱσα , ἀτιμάω dishonour aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀτῑμά̱σᾱσι , ἀτιμάω dishonour aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀτῑμά̱σᾱσαι , ἀτιμάω dishonour aor part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κριβέλι, Κάρλο — (Carlo Crivelli, Βενετία 1430; – Άσκολι Πιτσένο 1495;). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωγραφική του, εμπνευσμένη από τον Αντόνιο Βιβαρίνι, συνδέεται στενά με την τέχνη της Πάντοβα και περισσότερο με τον Αντρέα Σκιαβόνε παρά με τον Αντρέα Μαντένια, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Πασκουίνι, Μπερνάρντο — (Pasquini, Μάσα Βαλντινιέβολε, σημερινό Μάσα και Κοτζίλε, Πιστόια 1637 – Ρώμη 1710). Ιταλός οργανίστας, κλαβιτσεμπαλίστας και συνθέτης. Η μουσική του κατάρτιση τελειοποιήθηκε στη Ρώμη, όπου κέρδισε πλατιά φήμη ως οργανίστας και κλαβιτσεμπαλίστας …   Dictionary of Greek

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • μασιά — και μασά, η 1. εργαλείο για το σκάλισμα τής φωτιάς, τσιμπίδα 2. είδος λαϊκού μουσικού οργάνου στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. masa] …   Dictionary of Greek

  • μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ξάπλα — η 1. νωχελική αναπαυτική κατάκλιση 2. ανάπαυση, ξεκούραση («με μάσες και ξάπλες περνάει όλη τη μέρα της») 3. διάθεση, συνήθεια για ανάπαυση, για αδράνεια 4. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («κάθεται ξάπλα μέχρι το μεσημέρι») 5. φρ. «ρίχνω… …   Dictionary of Greek

  • σαρκόφιλος — (sarcophylus harrisii). Μαρσιποφόρο θηλαστικό της οικογένειας των Δασυουριδών. Παλιότερα ήταν διαδομένος και στην Αυστραλία, σήμερα όμως ζει μόνο στην Τασμανία, όπου λέγεται διάβολος ή αρκουδοδιάβολος εξαιτίας του μεγάλου κεφαλιού του και του… …   Dictionary of Greek

  • σχινοτρώκτης — ου και δωρ. τ. σχινοτρώκτας και, κατά το λεξ. Σούδα, σχινοτρώξ, ῶγος, ὁ, Α αυτός που μασά μαστίχα προκειμένου να λευκάνει τα δόντια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + τρώκλης / τρώξ (< τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης, φυλλοτρώξ] …   Dictionary of Greek

  • φέρβω — Α (ποιητ. τ.) 1. τρέφω («ποιμὴν... φέρβειν βοτά», Ευρ.) 2. (ενεργ και μέσ.) έχω («κεστρέα δ ... ἀκούω φέρβειν πρηΰτατόν τε δικαιότατόν τε νόημα», Οππ.) 3. μτφ. διασώζω, διατηρώ («μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.) 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • Αγαδίρ — (Agadir). Πόλη (610.000 κάτ. το 2002) του ΝΔ Μαρόκου, λιμάνι στον Ατλαντικό και πρωτεύουσα διοικητικής περιοχής (Σους Μασά Νταραά, 70.880 τ. χλμ., 2.961.000 κάτ. το 2000) που περιλαμβάνει και την εύφορη κοιλάδα του Σος. Την ίδρυσαν τον 16o αι.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»