-
1 Θώρακες
Θώραξcorslet: masc nom /voc plΘῶραξmasc nom /voc pl -
2 θώρακες
θώρᾱκες, θώραξcorslet: masc nom /voc pl -
3 στολάς
στολάς, άδος, ἡ, ein Stück der Reiterrüstung, Xen. An. 3, 3, 20 neben ϑώρακες genannt, 4, 1, 18 τοξευϑεὶς διὰ τῆς ἀσπίδος καὶ τῆς στολάδος; vielleicht = σπολάς. Vgl. auch στοχάς.
-
4 τρι-έλικτος
τρι-έλικτος, dreimal gewunden, Beiwort einer Schlange, Orak. bei Her. 6, 77; ἰχνοπέδη, dreidrähtige Schlinge, Antp. Sid. 17 (IV, 109); τριέλικτον νῆμα δινεῦσαι Μοῖραι, den die drei Parzen drehen, spinnen, 70 (VII, 14). Auch ϑώρακες, Archimel. 1 ( App. 15), von der dreifachen Balkenverbindung des Schiffes.
-
5 δια-λαμβάνω
δια-λαμβάνω (s. λαμβάνω), 1) auseinander nehmen, trennen, theilen; τὸν ποταμὸν εἰς διώρυχας Her. 1, 202; ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ 3, 117; τὸν ἀριϑμὸν πάντα δίχα δ. Plat. Polit. 147 e; Phil. 23 c u. öfter; ἐνιαυτοῖς καὶ μησὶ διειλημμένα Legg. X, 886 a; αἱ πολιτεῖαι τοὺς Ἕλληνας διειλήφασι Isocr. 4, 16; öfter bei Xen., wie Cyr. 4, 1, 14; εἰς εἴδη, Arist rhet. 1, 4; dah. = eine Pause machen; ἐνταῦϑα δεῖ ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν λέγοντα Plat. Prot. 346 e; unterbrechen; χώρα χαράδραις διειλημμένη D. Sic.; ϑώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, Panzer, deren Schwere sich auf die einzelnen Theile des Körpers vertheilt hat, Xen. Mem. 3, 10, 13. Auch wie distinguere, χρώμασι, verzieren, Plat. Phaed. 110 b; vgl. λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc. patr. enc. 10. – 2) etwas Vertheiltes, seinen Antheil empfangen; κατ' ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem. 34, 37, v. l. ἐλάμβανον; vgl. Lys. 12, 7. – 3) zwischen beiden Händen, od. bes. in der Fechtersprache, rund um den Leib fassen, διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plut. Ant. 33; übh. ergreifen, festhalten, Her. 1, 114. 4, 94; Ar. Equ. 262; Eccl. 1090, wo διαλέλημμαι steht; Plat. Rep. X, 615 e; vgl. Phaed. 81 c; bes. umzingeln, einschließen, τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Pol. 5. 99, 9; φυλακαῖς τὰς ὁδούς 4, 67; 1, 75; τόπον πύργοις, Dion. Hal., wohin auch τοὺς ὅρους στήλαις, die Gränzen durch Säulen abstecken, gezogen werden kann, Dem. 18, 154. Uebertr. – 4) mit dem Geiste auffassen, τοῖς διανοήμασι, Plat. Legg. VI, 777 a; erwägen, Eur. El. 373; τί δεῖ ποιεῖν, Pol. 4, 25, 1; περί τινος, 18, 28; ὑπέρ τινος, 2. 42, 7; bestimmen, τὸν καιρόν, 15, 5, 2; ἀποστέλλειν, 30, 9 u. a. Sp., die es auch für auseinandersetzen, erklären gebrauchen, z. B. περί τινος, Greg. Cor. p. 7.
-
6 ἀκρῑβής
ἀκρῑβής, ές ( ἄκρος, scheint leine Zstzg), genau, sorgfältig, in der ganzen Prosa häufig, selten bei Dichtern, mit Eur. El. 365 οὐκ ἔστ' ἀκριβὲς οὐδὲν εἰς εὐανδρίαν, es giebt kein genaues Kennzeichen der Männerwürde; Λυγκεὺς ἀκριβὴς ὄμμασι, der scharfsehende, Theocr. 22, 194; – Thuc. 6, 18 stellt neben einander τὸ φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ ἀκριβές. Plato nennt so ἰατρός, κυβερνή-της, Rep. I, 342 d; νομοϑέτης Legg. I, 628 d, die in ihrer Art vollkommen sind; öfter λόγος, dem ὡς ἔπος εἰπεῖν entggstzt, Rep. I, 431 b (Ar. Nub. 131 ἀκριβεῖς λόγοι, spitzfindige Reden); ἀλήϑεια, ἐπιστήμη ἀκριβεστάτη Phil. 59 a Parm. 134 c; δικαστής Thuc. 3, 46, streng; ϑώρακες Xen. Mem. 3, 10, 15, genau anschließende. Genau, dürftig, sparsam, τὸ ἀκρ. εἶδος τῶν διαλόγων, τὸ κατὰ βραχὺ λίαν Prot. 338 a; ταμίας Plut. Cat. mai. 3; vgl. Luc. Tim. 13; – τὸ ἀκριβές, oft allein die Genauigkeit, Strenge, τὸ μὲν ἀκριβές, streng genommen, Isaeus; ἐντὸς τοῦ ἀκριβοῦς, nicht nach strengem Rechte, Thuc. 5, 90; τὸ τῆς συντάξεως τῶν Ῥωμαίων ἀκριβές, die strenge Ordnung der Römer, Pol. 15, 13; Luc. Anach. 21; – ἐς τὸ ἀκριβές, genau, εἰπεῖν Thuc. 6, 82. – Adv. ἀκριβῶς, genau, streng, in denselben Vbdgn; sparsam, Isocr. 2, 19; ἀκ. καὶ μόλις, kaum, Plut. Alex. 16.
-
7 ἐπί-χρῡσος
ἐπί-χρῡσος, mit Gold, Goldplatten belegt, stark vergoldet, im Gegensatz des leicht Vergoldens mit Goldschaum, κατάχρυσος, s. Böckh Staatshaush. II, S. 282; κλίνη Her. 9, 80; ἄγαλμα 2, 182; κόσμος Plat. Legg. VII, 800 e, ϑώρακες Xen. Mem. 3, 10, 14; Sp.
-
8 ἔρυμα
ἔρυμα, τό, Schutz, Schutzwehr, ἔρ. χροός, ἕρκος ἀκόντων heißt der Leibgurt, der die Geschosse abhalten soll, Il. 4, 137; der Mantel, Hes. O. 534, wie ϑώρακες ἐρύματα σωμάτων Xen. Cyr. 4, 3, 9. – Bes. befestigter Ort, Schanze, Bollwerk, im eigentl. Sinn u. übertr., ἔρ. τε χώρας καὶ πόλεως σωτήριον, vom Areopag, Aesch. Eum. 671; ἔρ. Τρώων Soph. Ai. 462; τί δῆτ' ἔρ. μοι γενήσεται; was wird mein Schutz sein? Eur. Phoen. 990; παῖδες ἔρ. δώμασι Med. 597; in Prosa, τὸ ἔρυμα τοῠ τείχεος ἐφυλάσσετο Her. 7, 223; Thuc. 3, 90. 6, 66; ἔρ. τειχίζειν Xen. Hell. 2, 3, 46; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται Mem. 2, 1, 14, wie ναυσὶν ἐρύματος μείζονος προςπεριβαλλομένου Thuc. 8, 40; Xen. An. 2, 4, 22 ἐρύματα ἔχοντες ἔνϑεν μὲν τὸν Τίγρητα ποταμόν, ἔνϑεν δὲ τὴν διώρυχα, auf der einen Seite durch den Tigris, auf der andern durch den Graben gedeckt.
-
9 ακριβης
21) точный(αἰσθητήριον Arst.)
ἀ. ὄμμασι Theocr. — зоркий;οὐκ ἔστ΄ ἀκριβὲς οὐδὲν εἴς τι Eur. — нет точных признаков для определения чего-л.2) исполнительный, тщательный, добросовестный(δικαστής Thuc.; ἰατρός Plat.)
3) строгий, совершенный(ἐπιστήμη, ἀλήθεια Plat.)
4) изысканный, тонкий, искусный(λόγοι Arph.)
5) узкий, тесный, ограниченный(εἶδος τῶν διαλόγων Plat.)
6) расчетливый, бережливый(ταμίας Plut.)
7) точно облегающий, хорошо прилаженный(θώρακες Xen.)
-
10 διαλαμβανω
(fut. διαλήψομαι, aor. 2 διέλαβον, pf. διείληφα)1) схватывать поперек, охватывать(τινά Her.)
διαλαβὼν τὸ δόρυ Plut. — с копьем наперевес2) перехватывать, перерезывать, преграждать(τάφρῳ καὴ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Polyb.; χώρα χαράδραις διειλημμένη Diod.)
3) захватывать, занимать(τὰ στενόπορα Thuc.; φυλακαῖς τὰς ὁδούς Polyb.; τῷ στόλῳ τέν θάλασσαν Plut.)
4) окружать, оцеплять, укреплять(τείχη πύργοις и φυλακτηρίοις Arst.)
5) прерывать, перемежатьἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν Plat. — сделать остановку на слове «ἕκων», т.е. произнести его с ударением6) размечать, размежевывать(στήλαις τοὺς ὅρους Dem.)
7) разделять(τὸν ἀριθμὸν δίχα Plat.; πάντας εἰς δύο Arst.; κατὰ μέρος τὸ ἔργον Plut.)
ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ Her. — река, разделенная на пять рукавов8) распределятьθώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος Xen. — панцыри, с (равномерно по всему телу) распределенным весом9) получать по распределению(κατ΄ ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem.)
ἵνα διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Xen. — чтобы каждый получил должное10) разукрашивать(γῆ χρώμασι διειλημμένη Plat.; λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc.)
11) различать, обособлять12) схватывать, понимать, постигать(τοῖς διανοήμασί τι Plat.)
πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ ; Eur. — как же, заметив это, можно правильно судить?13) обдумывать, решать, определять(τι, περί и ὑπέρ τινος, ποιεῖν τι и τί δεῖ ποιεῖν Polyb.)
-
11 δυσφορος
21) тяжелый, тяжеловесный, обременительный(θώρακες Xen.)
2) тягостный, невыносимый, неприятный(ἥ τῶν ἤχων σύμφυσις Arst.; μέριμναι Pind.; βίος Aesch.; ἄτα Soph.; τὰ οἰκεῖα κακά Plut.)
τὰ δύσφορα Soph. — неприятности, огорчения3) тяжелый, неповоротливый(σῶμα Plat.; ἵππος Xen.)
4) страшный, опасный, пагубный(λῆμα - v. l. γνώμη Soph.; βούλευμα Plut.)
-
12 θειωδης
-
13 πυρινος
I3(ῠ) [πῦρ]1) огненный(ἄστρα Arst.; σῶμα Plut.; θώρακες NT.)
2) горячийπύριναι νύμφαι Anth. — горячие источники
II3(ῡ) [πυρός II] пшеничный(στάχυς Eur.; ἄρτοι Xen.; πτισάνη Arst.)
-
14 τριελικτος
21) втрое свернувшийся(ὄφις Her.)
2) трижды изгибающийся(Μαιάνδρου ὕδωρ Anth.)
3) втрое сложенный, тройной(θώρακες Anth.)
τριέλικτον νῆμα Anth. — тройная, т.е. спряденная тремя Мойрами нить -
15 ωμοβυρσος
-
16 διαλαμβάνω
διαλαμβάνω, [tense] fut. - λήψομαι: [tense] aor. διέλᾰβον: [tense] pf. διείληφα: [tense] pf. [voice] Pass. διείλημμαι, alsoAδιαλέλημμαι Ar.Ec. 1090
, [dialect] Ion.- λέλαμμαι Hdt.4.68
:— take or receive severally, i.e. each his own share,ἵνα διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια X.Cyr.7.3.1
, cf. An.5.3.4;δ. οἰκίας Lys.12.8
.II grasp or lay hold of separately,διαλαβόντες.. τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Hdt.4.94
: hence, seize, arrest,τινά Id.1.114
, Pl.R. 615e;διαλελαμμένος ἄγεται Hdt.4.68
, cf. Ar.Ec. 1090 (v. Sch. ad loc.).2 in wrestling, grasp round the waist, seize by the middle, διαλαβὼν ἀγκυρίσας cj. Casaub. in Ar.Eq. 262;διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plu.Ant.33
; in full,μέσον δ. τινά Ach.Tat.3.13
; also, tie up,σπάρτῳ PHolm.12.13
: metaph. of the soul,διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Pl.Phd. 81c
.4 metaph., embrace, ὡς ἐπὶ τὸ πᾶν δ. comprehend in a general statement, Thphr. HP8.1.6.III divide,τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Hdt.1.190
, cf. 202, 5.52;τριχῆ δώδεκα μέρη δ.
divide12
parts into 3 (i.e. of 4 each), Pl.Lg. 763c; ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ, of a person taking his seat between two others, Id.Smp. 222e; δ. εἰς δύο πάντας divide them into two parties, Arist.Pol. 1296a11; δ. τὸν δῆμον, τοὺς ἀπόρους, ib. 1272b11, 1320b8; :—[voice] Pass., ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ divided into five channels, Hdt.3.117; of troops, Aen.Tact.10.25; θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν ὤμων, στήθους κτλ. coat-armour having its weight distributed so as to be borne by.., X.Mem.3.10.13.2 mark at intervals, στήλαις δ. τοὺς ὅρους Decr. ap. D.18.154; τὰ τείχη δ. φυλακτηρίοις καὶ πύργοις provide them at intervals with.., Arist.Pol. 1331a20 ([voice] Pass.), cf. OGI701.13 ([place name] Egypt): of Time, .3 cut off, intercept,τὰ στενόπορα Th.7.73
codd.;ὁ πορθμὸς ὁ δ. τὴν Σικελίαν Arist.Mir. 840a2
;δ. τάφρῳ Plb. 5.99.9
;δ. φυλακαῖς διαστήματα Id.1.18.4
, etc.4 mark off, distinguish,αἱ πολιτεῖαι.. τοὺς πλείστους διειλήφασιν Isoc.4.16
.5 diversify, intersperse,ἐπεισοδίοις δ. τὴν ποίησιν Arist.Po. 1459a36
;λόγον περιόδοις D.H.Comp.2
; παραπληρώμασι ib.16; ποιήσεις μέτροις ib.26:—[voice] Pass., γῆ χρώμασι διειλημμένη marked with various colours, Pl.Phd. 110b;λειμῶνες παντοδαποῖς φυτοῖς διειλ. Luc.Patr.Enc. 10
.b in [tense] pf. part. [voice] Pass., distinct,Phld.
D.1.24; κατ' οὐ δ. δόξας ibid.; cf. διειλημμένως.6 divide or distinguish in thought,ταῦτα δ. τοῖς διανοήμασι Pl.Lg. 777a
; δ. δίχα [αὐτοὺς] τῷ παίζειν καὶ μή ib. 935d, cf. E.El. 373; διὰ τῶν ἔργων δ. τὴν πίστιν draw distinctive arguments from facts, dub. l. in Arist.Pol. 1323a40;περί τινος Id.PA 665a31
, PAmh.2.35.44 (ii B.C.):ὑπέρ τινος Plb. 2.42.7
;δ. τί δεῖ ποιεῖν Id.4.25.1
, cf. PRyl.68.23 (i B.C.): hence, determine, define,τὸν καιρόν Plb.15.5.2
: c. inf., Id.30.9.2; grasp, apprehend, Epicur.Ep.1p.5U., al.; perceive, ὅτι .. Phld.Sign.29; give a judicial decision, BGU195.36 (ii A.D.), 15 i 16 (ii A.D.): in later Prose, simply, think, believe, J.AJ2.16.5, Anon.Lond.24.32, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλαμβάνω
-
17 δύσφορος
δύσ-φορος, ον,2 mostly of sufferings, hard to bear, grievous, θάμβος, μέριμνα, Pi.N.1.55, Fr. 248; ἄτα, βίος, A.Eu. 372 (lyr., codd.), Ag. 859, etc.; δ. γνῶμαι false, blinding fancies, S.Aj.51; τὰ δ. our troubles, sorrows, Id.OT87, cf. El. 144 (lyr.);δύσφορόν [ἐστι] X.Cyr.1.6.17
. Adv.δυσφόρως, διάγειν τὴν νύκτα Hp.Epid.5.95
;δ. φέρειν Id.Aph.1.18
([comp] Sup.), Hdn.1.8.4;δ. ἔχειν S.OT 770
; impatiently, τοὔνειδος ἦγον ib. 783.3 of food, oppressive, X.Cyr.1.6.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσφορος
-
18 θειώδης
A sulphureous, of waters, etc., Anon.Lond. 24.45, Antyll. ap. Orib.10.2.3, Archig. ap. Aët.3.167, Phlp.in Mete.7.5;ὀδμή Str.1.3.18
.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θειώδης
-
19 πιλητός
A made of felt, , Gal.UP6.4;στολαί Agatharch.20
;φοινικίδες D.S.17.115
;θώρακες Anon.
ap. Suid. s.v. πίλοις.II generally, compressible, Arist.Mete. 385a17, 387a15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιλητός
-
20 πύρινος
A of fire, fiery, , cf. GC 326a31; εἰ.. ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ π. Id.Metaph. 1049a26; ;δοκίς D.S.15.50
;θώρακες Apoc.9.17
;π. κλῇθρα PMag.Par.1.589
; π. νύμφαι hot springs, AP14.52; π. φάρμακον fiery drug, prob. arsenic, Maria ap.Zos.Alch.p.201 B.II metaph., π. πόλεμος bitter, obstinate war, Plb.35.1.6, D.S.31.40.2 π. ἀσπαστικόν fiery greeting, PMag.Par.1.638.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύρινος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Θώρακες — Θώραξ corslet masc nom/voc pl Θῶραξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώρακες — θώρᾱκες , θώραξ corslet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
ελατός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek
κατάφραχτος — και κατάφρακτος, η, ο (AM κατάφρακτος, ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, ον) [καταφράσσω] 1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος 2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα… … Dictionary of Greek
λιναίος — λιναῑος, αία, ον (Α) [λίνον] 1. σχετικός με το λίνο («λιναῑος φόρος», πάπ.) 2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῑοι», Αιν.) … Dictionary of Greek
ομφαλωτός — ή, ό (Α ὀμφαλωτός, ή, όν) [ομφαλός] αυτός που έχει σχήμα ομφαλού, που έχει εξόγκωμα στην κορυφή («ὀμφαλωτοὶ θώρακες», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
στηθιαίος — α, ο / στηθιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός αρχ. 1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος 2. φρ. «στηθιαῑοι ἀνδριάντες» πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
τζάγγρα — Βαρύ τόξο που χρησιμοποιούσαν στη δυτική Ευρώπη και στο Βυζάντιο, πιθανότατα τον 11o αι. Η τ. είχε στη μέση σωλήνα, μέσα στον οποίο τοποθετούσαν το βέλος, που ήταν κοντό με σιδερένια αιχμή. Το βέλος εκτοξευόταν με τόση σφοδρότητα, ώστε… … Dictionary of Greek