-
1 θαλάσσα
-
2 θαλάσσᾳ
-
3 θάλασσα
θᾰλασσα (-ας, -ᾳ, -αν.)1 seaἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.29
πολιᾶς ἔνδον θαλάσσας O. 7.62
Ἰονίαν τάμνων θάλασσαν P. 3.68
χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται” P. 9.47πέταται δ' ἐπὶ τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
θαλασς[ fr. 33a. ἐπῇεν γᾶν τε καὶ λτ;πᾶσανγτ; θάλασσαν fr. 51a. 2. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας i. e. of lake Tanais fr. 201. μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας fr. 340. -
4 θάλασσα
Grammatical information: f.Meaning: `sea' (Il.).Dialectal forms: Att. θάλαττα, Lat Cretan θάλαθθα (Buck, Gr. Diall. $ 81b), Lac. in σαλασσο-μέδοισα Alc. 84.Compounds: Several compp., e. g. θαλασσο-κράτωρ (Hdt., Th.), ἀμφι-θάλασσος `surrounded by the sea' (Pi.; Bahuvrihi); often in hypostases, mostly with - ιος (- ίδιος), e. g. ἐπι-, παρα-θαλάσσιος, - ίδιος (IA).Derivatives: θαλάσσιος `belonging to the sea, maritime' (Hom.), - ία f. - ιον n. as plant name (Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 114), θαλασσ-ίδιος (Hdt.), - αῖος (Simon., Pi.) `id.', θαλασσώδης `sea-like' (Hanno Peripl.), θαλασσερός m. `kind of eye-salve' (Gal.); θαλασσίτης ( οἶνος Plin.; Redard Les noms grecs en - της 96). Denominatives: θαλασσ-εύω `be in the sea' (Th.), - όομαι, - όω `be filled by water from the sea, change into sea' (Arist., hell.) with θαλάσσωσις `inundation' (Thphr., Ph.), - ίζω `be like water from the sea, wash in water of the sea' (Ath., pap.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: For the notion sea, the Greeks used for the old word, limited to Italo-Celtic, Germanic, Balto-Slavic mare - Meer etc. partly old words with a new meaning, ἅλς, prop. `salt', πόντος, prop. `path', partly made others with IE elements like Greek πέλαγος. To θάλασσα belongs Maced. (?) δαλάγχαν θάλασσαν H. the attempts to explain it are doubtful: v. Windekens Beitr. z. Namenforschung 1, 200f., id. Le Pélasgique 89, Autran REIE 2, 17ff., Buck Class. Studies pres. to E. Capps (s. Idg. Jb. 22, 220), Battisti Studi etr. 16, 369ff., Pisani Rend. Acc. Lincei 7, 67ff., Vey BSL 51, 80ff., Steinhauser Μνήμης χάριν 2, 152ff. Acc. to Lesky Hermes 78, 258ff. θάλασσα was originally a foreign word for `salt water' and in this was replaced by synonymous IE ἅλς. Fur. 195 notes that it is not certain that δαλάγχαν is Macedonian (Kalléris does not give it). The word, with a prenasalized variant, is typically Pre-Greek. Furnée further connects σάλος, ζάλος, which seems possible but remains uncertain.Page in Frisk: 1,648-649Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάλασσα
-
5 θάλασσα
Aθάλασσα 22.236
(338/7 B.C.)), ἡ: — sea, Il.2.294, etc.: freq. of the Mediterranean sea, ἥδε ἡ θ. Hdt.1.1, 185, 4.39, etc.; ἡ παρ' ἡμῖν θ. Pl.Phd. 113a;ἡ θ. ἡ καθ' ἡμᾶς Plb.1.3.9
; ἡ ἐντὸς καὶ κ. ἡ. λεγομένη θ. Str.2.5.18; ἡ ἔσω θ. Arist.Mu. 393b29; ἡ ἔξω θ., of the Ocean, Id.Mete. 350a22; ἡ Ἀτλαντικὴ θ. Id.Mu. 392b22; ἡ μεγάλη θ. Plu.Alex.73; of a salt lake, Arist.Mete. 351a9;ἐς θάλασσαν τὴν τοῦ Εὐξείνου πόντου Hdt.2.33
;πέλαγος θαλάσσης A.R.2.608
; κατὰ θάλασσαν by sea, opp. πεζῇ, Hdt.5.63; opp. κατὰ γῆς, Th.7.28 codd.; κατά τε γῆν καὶ κατὰ θ. Pl.Mx. 241a;χέρσον καὶ θ. ἐκπερῶν A.Eu. 240
; τῆς θ. ἀνθεκτέα ἐστί one must engage in maritime affairs, Th.1.93; οἱ περὶ τὴν θ. sea-faring men, Arist.HA 598b24, cf. Pol. 1291b20;θ. καὶ πῦρ καὶ γυνὴ—τρίτον κακόν Men.Mon. 231
, cf. 264: metaph., κακῶν θ a sea of troubles, A.Th. 758 (lyr.); ὁ Κρὴς τὴν θ. (sc. ἀγνοεῖ), of pretended ignorance, Suid.2 sea-water, ἔστω ἐν χαλκῷ ἡ θ. Hp.Coac. 427, cf. Diph.Siph. ap. Ath.3.121d, Moschio ib.5.208a, Plb.16.5.4, Dsc.2.83.3 well of salt water, said to be produced by a stroke of Poseidon's trident, in the Acropolis at Athens, Hdt.8.55;θ. Ἐρεχθηΐς Apollod.3.14.1
.6 θ. κοίλη wooden theatre, Paus.Gr.Fr.208 (= Com.Adesp.864).—For the [dialect] Lacon. form σάλασσα, v. θαλασσομέδων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θάλασσα
-
6 θάλασσα
θάλασσα, ης, ἡ (Hom.+)① seaⓐ gener. (Hom. et al.) Mk 9:42; 11:23; Lk 17:2, 6; θαλάσσης καὶ σάλου 21:25 (σάλῳ θαλασσῶν PsSol 6:3); Rv 8:8f; 1 Cl 33:3. W. γῆ (Epict. 3, 26, 1; Michel 521, 10; SIG 4, 260b: index IV; PsSol 2:26, 29; Philo; Jos., Ant. 1, 282) Rv 7:1–3 (cp. Artem. 1, 2 p. 6, 8–10 [=Pack p. 7, 11–13] ἡλίου δὲ καὶ σελήνης καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων ἀφανισμὸν ἢ τελείαν ἔκλειψιν γῆς τε καὶ θαλάσσης).—W. ἡ ξηρά, the dry land Mt 23:15 (Jon 1:9; En 97:7). W. γῆ and οὐρανός to denote the whole universe (Ex 20:11; Hg 2:6, 21; Ps 145:6; Jos., Ant. 4, 40, C. Ap. 2, 121; Ar. 1, 1al.) Ac 4:24; 14:15; Rv 5:13; 10:6; 14:7; 21:1. W. γῆ and ἀήρ PtK 2 p. 14, 17. κίνδυνοι ἐν θαλάσσῃ 2 Cor 11:26 (cp. BGU 423, 7; Jos., Vi. 14 πολλὰ κινδυνεύσας κατὰ θάλασσαν). τὴν θ. ἐργάζεσθαι have work on the sea Rv 18:17 (s. ἐργάζ. 2d and Polyaenus 6, 24 θαλασσουργέω of a fisher). The sand of the seashore as symbol of numberlessness Ro 9:27 (Is 10:22); Hb 11:12 (Gen 22:17). Waves of the sea Js 1:6; Jd 13. τὸ πέλαγος τῆς θ. the high seas Mt 18:6 (cp. Apollon. Rhod. 2, 608); ἡ ἄπειρος θ. 1 Cl 20:6.ⓑ of specific seasα. of the Red Sea ἡ ἐρυθρὰ θ. (s. ἐρυθρός) Ac 7:36; Hb 11:29. Without adj., but w. ref. to the same sea 1 Cor 10:1f (s. FDölger, Antike u. Christent. II ’31, 63–79; Just., D. 131, 3 al.).β. of the Mediterranean Sea (Hdt. et al.) Ac 10:6, 32; 17:14; 27:30, 38, 40; AcPl Ha 3, 6; 33; 7, 27; 34 (Just., D. 3, 1 al.)② lake (a Semitic usage, s. the expl. in Aristot., Meteor. 1, 13 p. 351a, 8 ἡ ὑπὸ τὸν Καύκασον λίμνη ἣν καλοῦσιν οἱ ἐκεῖ θάλατταν; cp. Num 34:11) of Lake Gennesaret ἡ θ. τῆς Γαλιλαίας the Lake (or Sea; OED s.v. ‘sea’, I 3) of Galilee Mt 4:18; 15:29; Mk 1:16; 7:31. For the same lake ἡ θ. τῆς Τιβεριάδος J 21:1. Both together 6:1 ἡ θ. τῆς Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος the Galilean Lake of Tiberias. Simply θάλασσα Mt 8:24 (Jesus addressed as κύριος vs. 25; cp. IAndrosIsis, Kyme 39: Isis is κυρία τῆς θ.; also IMaronIsis 39); 13:1; 14:24ff (on walking on the θ. cp. Dio Chrys. 3, 30); Mk 2:13; 3:7 al. RKratz, Rettungswunder ’79; EStruthersMalbon, The Jesus of Mark and the Sea of Galilee: JBL 103, ’84, 363–77.—B. 36. DELG. M-M. EDNT. TW. -
7 θάλασσα
θάλασσαsea: fem nom /voc sg -
8 θάλασσα
θάλασσα: the sea.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θάλασσα
-
9 θάλασσα
-ης + ἡ N 1 82-104-134-74-56=450 Gn 1,10.22.26.28; 9,2sea Gn 1,10κατὰ θάλασσαν seawards, westwards Gn 12,8; κατὰ θάλασσαν καὶ βορρᾶν καὶ νότον westwards and northwards and southwardsDnTh 8,4; θαλάσσης Χεναρα lake of Chenereth Nm 34,11*Jgs 9,37 καταβαίνων κατὰ θάλασσαν (a people) comes down westwards-יורד ימה for MT יורדים they are coming down; *1 Kgs 10,29 κατὰ θάλασσαν along the seashore-בים for MT בידם by their hand; *Jer 22,20 εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης to the extremity of the sea-ים מעבר for MT מעברים from Abarim; *Ps 88(89),13 θαλάσσας sea, west-ים for MT ימין southCf. BOGAERT 1981 79-85(Ex 27,12); CAIRD 1968b=1972 131; GEHMAN 1951=1972 99; HARL 1986a, 65;LE BOULLUEC 1989 40; MOATTI-FINE 1996, 63; RAHLFS 1911, 285; WALTERS 1973, 190-192;→NIDNTT -
10 θάλασσα
seaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θάλασσα
-
11 θαλάσσας
θαλάσσᾱς, θάλασσαsea: fem acc plθαλάσσᾱς, θάλασσαsea: fem gen sg (doric aeolic) -
12 θάλασσ'
θάλασσα, θάλασσαsea: fem nom /voc sgθάλασσαι, θάλασσαsea: fem nom /voc plθά̱λᾱσσι, θάλλωsprout: aor part act masc /neut dat pl (epic doric) -
13 θαλάσσαι
θαλάσσᾱͅ, θάλασσαsea: fem dat sg (doric aeolic) -
14 θαλάσσαιν
θάλασσαsea: fem gen /dat dual -
15 θαλάσσαις
θάλασσαsea: fem dat pl -
16 θαλάσσης
θάλασσαsea: fem gen sg (attic epic ionic) -
17 θαλάττης
θάλασσαsea: fem gen sg (attic epic ionic) -
18 θαλάτταιν
θάλασσαsea: fem gen /dat dual (attic) -
19 θαλάτταις
θάλασσαsea: fem dat pl (attic) -
20 θάλασσαι
θάλασσαsea: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
θαλάσσᾳ — θαλάσσᾱͅ , θάλασσα sea fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — sea fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
θάλασσα — η 1. το σύνολο των αλμυρών υδάτων που καλύπτουν τα τρία τέταρτα της επιφάνειας της Γης. 2. κάθε τμήμα αυτής της υδάτινης επιφάνειας: Βαλτική θάλασσα. 3. λίμνη πολύ μεγάλη σαν θάλασσα ή μικρή αλλά με αλμυρά ή υφάλμυρα ύδατα: Κασπία θάλασσα. 4. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. — θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. См. Умываю руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καραϊβική θάλασσα ή θάλασσα των Αντιλλών — Θάλασσα (1.900.000 τ. χλμ.) του Ατλαντικού ωκεανού, που ορίζεται στα Δ από τη χερσόνησο του Γιουκατάν (Μεξικό), στα Β από τις Μεγάλες Αντίλλες, στα Α από τις Μικρές Αντίλλες και στα Ν από τις ακτές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Οχοτσκική θάλασσα — Θάλασσα (1.578.000 τ. χλμ.) του βόρειου Ειρηνικού, που ορίζεται από τη σοβιετική Άπω Ανατολή, τη Χερσόνησο Καμτσάτκας, το νησί Σαχαλίνη και τα νησιά Κουρίλες που κλείνουν σαν αλυσίδα το άνοιγμα της θάλασσας στον Ειρηνικό. Η έκτασή της είναι ίση… … Dictionary of Greek
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν. — См. От пожара, от потопа, от злой жены, Боже сохрани … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek
Βαλτική θάλασσα — Μεγάλη εσωτερική θάλασσα (περ. 430.000 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, μεταξύ της φινο σκανδιναβικής χερσονήσου και της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περιβρέχει τις ακτές διάφορων κρατών: της Σουηδίας στα Β, της Φιλανδίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της… … Dictionary of Greek
Κινεζική θάλασσα — Θαλάσσια λεκάνη (3.619.000 τ. χλμ.), τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νοτιοανατολικών και των ανατολικών ακτών της Ασίας, από την Ιαπωνία έως το ανατολικό άκρο του Βόρνεο και το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου. Το… … Dictionary of Greek