Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ε)νωρίς

  • 1 рано

    рано 1. (ε)νωρίς· \рано утром πολύ πρωί 2. предик, είναι νωρίς· ещё \рано είναι νωρίς ακόμα
    * * *
    1.

    ра́но у́тром — πολύ πρωί

    2. предик.

    ещё ра́но — είναι νωρίς ακόμα

    Русско-греческий словарь > рано

  • 2 рано

    επίρ.
    και ως κατηγ. (ε)νωρίς• πρόωρα•

    рано вечером νωρίς το βράδυ•

    ещё рано είναι ακόμα νωρίς•

    я всегда встаю рано εγώ πάντοτε σηκώνομαι νωρίς (το πρωί)•

    он рано умер αυτός πέθανε πρόωρα.

    εκφρ.
    рано или поздно – (απλ.) αργά ή γρήγορα (κάποτε)•
    раным— – πολύ-πολύ νωρίς (το πρωί).

    Большой русско-греческий словарь > рано

  • 3 рано

    рано
    1. нареч νωρίς, ἐνωρίς/ πρόω-ρα [-ως] (преждевременно):
    \рано у́тром πολύ πρωΐ, (ἐ)νωρίς· \рано вечером τό ἀπόγευμα· \рано вставать ξυπνώ (или σηκώνομαι) πολύ πρωί· он \рано у́мер πέθανε πρόωρα·
    2. предик безл εἶναι πολύ νωρίς, δέν εἶναι ἀκόμη ὠρα:
    еще \рано обедать εἶναι νωρίς ἀκόμα γιά φαγητό· ◊ \рано или поздно ἀργά ἡ γρήγορα.

    Русско-новогреческий словарь > рано

  • 4 заранее

    Русско-греческий словарь > заранее

  • 5 раньше

    раньше 1) (сравн. ст. от рано) νωρίτερα, πρωτύτερα, πρώτα; приходите как можно \раньше ελάτε όσο μπορείτε πιο νωρίς 2) (прежде) προηγουμένως, πριν
    * * *
    1) сравн. ст. от рано νωρίτερα, πρωτύτερα, πρώτα

    приходи́те как мо́жно ра́ньше — ελάτε όσο μπορείτε πιο νωρίς

    2) ( прежде) προηγουμένως, πριν

    Русско-греческий словарь > раньше

  • 6 раньше

    раньше
    нареч
    1. πιό νωρίς, νωρίτερα:
    как можно \раньше ὅσο γίνεται πιό νωρίς·
    2. (до чего-л.) νωρίτερα/ πρωτήτερα:
    я не вернусь \раньше вечера δέν θά ἐπιστρέψω πρίν βραδυάσει· 3., (сначала, сперва) πρώτα:
    \раньше выслушай, а потом говори πρώτα ἀκουσε καί ἐπειτα λεγε· \раньше всего πρώτα ἀπ' ὅλα, πρώτιστα·
    4. (в прежнее время, прежде) ἄλλοτε, παληότερα:
    \раньше он жил здесь παληότερα αὐτός ζοῦσε ἐδώ· \раньше и теперь ἄλλοτε καί τώρα.

    Русско-новогреческий словарь > раньше

  • 7 спозаранку

    спозаранку
    нареч разг πρωΐ-πρωί, νωρίς-νωρίς:
    встать \спозаранку σηκώνομαι πρωΐ-πρωΐ.

    Русско-новогреческий словарь > спозаранку

  • 8 приучить

    -учу -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    συνηθίζω, μαθαίνω• εξοικειώνω•

    приучить себя к холоду συνηθίζω τον εαυτό μου στο κρύο•

    приучить к порядку συνηθίζω στην τάξη•

    приучить себя рано вставать συνηθίζω τον εαυτό μου να σηκώνομαι νωρίς.

    συνηθίζω, μαθαίνω• εξοικειώνομαι•

    я -лся рано вставать συνήθισα να σηκώνομαι νωρίς.

    Большой русско-греческий словарь > приучить

  • 9 ранний

    -яя, -ее, επ.
    1. πρώιμος•

    -ял весна πρώιμη άνοιξη•

    ранний сев πρώιμη σπορά•

    ранний плод πρώιμος καρπός.

    || πρόωρος•

    -яя смерть πρόωρος θάνατος•

    -ее развитие ребнка πρόωρη ανάπτυξη του παιδιού.

    2. (σε συνδυασμό με ουσ. αποκτά επιρρηματική σημ.)• (ε)νωρις•

    я встал -им утром εγώ σηκώθηκα νωρίς το πρωί•

    в ранний час πολύ πρωί.

    || πρώτος, αρχικός•

    -ие произведения писателя τα πρώτα έργα του συγγραφέα (πρωτόλεια)•

    с -его детства από πολύ μικρή ηλικία, από τα μικράτα• εξ απαλών ονύχων.

    || μτφ. νηπιακός, νηπιώδης•

    -ее средневековье ο νηπιώδης μεσαίωνας.

    Большой русско-греческий словарь > ранний

  • 10 раньше

    επίρ.
    1. (συγκριτικός βαθμός του επίρ. рано)• νωρίτερα, πιο νωρίς• πρωτύτερα•

    он встал рано, а я ещё раньше αυτός σηκώθηκε νωρίς, αλλά εγώ ακόμα νωρίτερα•

    раньше всех проснулась мать πρωτύτερα απ όλους ξύπνησε η μάνα.

    2. πριν, μπροστά•

    не раньше двух часов όχι πριν τις δυό η ώρα.

    3. πρώτον, πρώτα, πρότερον•

    раньше выслушайте, а потом браните πρώτα ακούστε (με) και μετά μαλώστε (με)•

    раньше мы были друзьями πρώτα (πριν) ήμασταν φίλοι.

    Большой русско-греческий словарь > раньше

  • 11 спозаранку

    επίρ. από νωρίς το πρωί• νωρίς το πρωί. || νωρίτερα του κανονικού.

    Большой русско-греческий словарь > спозаранку

  • 12 утром

    επίρ. (το) πρωί•

    гулять утром - полезно для здоровья ο περίπατος (το) πρωί είναι ωφέλιμος για την υγεία•

    рано утром νωρίς το πρωί•

    ранним утром από νωρίς το πρωί•

    сегодня утром σήμερα το πρωί•

    завтра утром αύριο πρωί•

    вчера утром χτες πρωί•

    однажды утром μια φορά (το) πρωί.

    Большой русско-греческий словарь > утром

  • 13 заря

    зар||я
    ж
    1. ἡ αὐγή, ἡ χαραυγή, τό χάραμα (утренняя)! τό σούρουπο (вечер· няя):
    на \заряе, с \заряею τήν αὐγή, τά χαράματα· \заря занимается πήρε νά ξημερώνει·
    2. перен (начало) ἡ ἔναρξη [-ις], ἡ ἀρχή, ἡ (χαρ)αυγή:
    на \заряе́ новой жи́зии στήν αὐγή τῆς νέας ζωής·
    3. воен.:
    играть зорю а) (утреннюю) σαλπίζω ἐγερτήριο, б) (вечернюю) σαλπίζω σιωπητήριο· ◊ ни свет ни \заря πολύ νωρίς, τά ξημερώματα· от \заряй до \заряй ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδι.

    Русско-новогреческий словарь > заря

  • 14 ли

    ли
    1. частица вопр. перев. вопр. оборотом ἄραγε, μήπως:
    придешь ли ты? θά ἔρθεις ἄραγε;· возможно ли это? εἶναι (άραγε) δυνατό ποτέ;·
    2. частица косвенно-вопр.:
    не знаю, смогу ли я δέν ξέρω ἄν θά μπορέσω· сомневаюсь, правда ли это ἀμφιβάλλω ἄν αὐτό εἶναι ἀλήθεια·
    3. союз разд.:
    ли... ли... ἰσως... ἰσως..., είτε... είτε...:
    рано ли, поздно ли, ио приду́ ἰσως νωρίς ἰσως ἀργά, πάντως θά ἐρθω.

    Русско-новогреческий словарь > ли

  • 15 ранний

    ранн||ий
    прил
    1. (рано наступивший) πρόωρος, πρώιμος:
    \раннийяя зима ὁ πρόωρος χειμώνας· \раннийяя старость τό πρόωρον γήρας· \ранний сев ἡ πρώιμη σπορά· \раннийие овощи τά πρώιμα λαχανικά, τά πρωϊμάδια, τά πρωτολούβιά
    2. (о времени):
    с \раннийнх лет ἀπ' τά μικρά χρόνια· с \раннийего утра σύν-ταχα, πολύ πρωί· \раннийим у́тром, в \ранний час (ἐ)νωρίς, πολύ πρωί·
    3. перен (о начальном периоде) πρώτος:
    \раннийие рассказы Толстого τά πρώτα διηγήματα τοῦ Τολστόϊ· ◊ из молодых да \ранний μικρός ἀλλα πονηρός.

    Русско-новогреческий словарь > ранний

  • 16 рань

    рань
    ж разг:
    в таку́ю \рань τόσο πρωΐ, τόσο νωρίς.

    Русско-новогреческий словарь > рань

  • 17 утро

    у́тр||о
    с τό πρωί, ἡ πρωία:
    наступает \утро ξημέρωσε· в 9 часов \утроа στις ἐννιά τό πρωί· на следующее \утро τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, τήν ἐπομένην πρωιαν с \утроа ἀπό τό πρωί· с самого \утроа ἀπό νωρίς τό πρωί· с раннего \утроа ἀπό πολύ πρωί· с \утроа до вечера ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ· до \утроа́ ῶς τό πρωί· к \утроу κατά τό πρωί· по \утроам τά πρωινά· ◊ с добрым \утроом!, доброе \утро! καλημέρα!· в одно прекрасное \утро μίαν ὠραίαν πρωΐαν \утро вечера мудренее погов. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος.

    Русско-новогреческий словарь > утро

  • 18 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 19 рано

    [ράνα] εκίρ. νωρίς

    Русско-греческий новый словарь > рано

  • 20 рано

    [ράνα] επίρ νωρίς

    Русско-эллинский словарь > рано

См. также в других словарях:

  • νωρίς — και ενωρίς επίρρ. 1. προτού έλθει ή προτού περάσει ο καθορισμένος χρόνος, γρήγορα (α. «έφυγε νωρίς από τη δουλειά του» β. «είναι πολύ νωρίς ακόμη για να εμφανιστεί») 2. έγκαιρα, πάνω στην ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ενωρίς σχηματίστηκε από τη φρ. ἐν… …   Dictionary of Greek

  • (ε)νωρίς — επίρρ. [(ε)νωρίτερα, (ε)νωρίτατα] 1. όσο είναι ώρα, έγκαιρα, πριν περάσει η ώρα: Πήγα νωρίς και δεν έχασα το αεροπλάνο. 2. πριν από την κανονική ή ορισμένη ώρα, πρόωρα: Είχε πυρετό και πήγε νωρίς στο σπίτι του. 3. πολύ πρωί: Σήμερα ξύπνησα νωρίς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νωρίτερα — [νωρίς] επίρρ. πιο νωρίς …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • πρώιμος — η, ο 1. για φυτά και καρπούς, αυτός που παράγεται ή ωριμάζει νωρίς: Φέτος θα έχουμε πρώιμες ντομάτες. 2. για ζώα, αυτός που γεννιέται νωρίς: Για να τους φιλέψει έσφαξε ένα πρώιμο κατσίκι. 3. αυτός που παράγει ή γεννά νωρίς: Πρώιμη αχλαδιά. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από …   Dictionary of Greek

  • ενωρίς — και νωρίς επίρρ. 1. έγκαιρα, προτού περάσει η προκαθορισμένη ώρα («έρχεται ενωρίς στη δουλειά του») 2. πριν έρθει η ώρα, ο καθορισμένος χρόνος («έφυγε νωρίς») 3. πολύ πρωί («ξύπνησα νωρίς σήμερα») …   Dictionary of Greek

  • πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»