Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ε)νωρίς

  • 21 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 22 гром

    α., γεν. πλθ. -ов
    βροντή, μπουμπουνητό• κεραυνός. || θόρυβος, πάταγος•

    аплодисментов θύελλα χειρικροτημάτων.

    εκφρ.
    (как) гром среди ясного неба – τελείως απροσδόκητα•
    как -ом пораженный, ошеломленныйκ.τ.τ. εμβρόντητος•
    метать -ы и молнии – εκτοξεύω (εξακοντίζω) μύδρους• απειλώ θεούς και δαίμονες•
    пока гром не грянет – οσο ακόμα είναι νωρίς, πριν ξεσπάσει η μπόρα.

    Большой русско-греческий словарь > гром

  • 23 детский

    επ.
    1. παιδικός•

    -ие болезни παιδικές αρρώστειες•

    -ие игры παιδικά παιγνίδια•

    -ая литература παιδική λογοτεχνία•

    -ие шалости παιδικές αταξίες•

    -ая энциклопедия παιδική εγκυκλοπαίδεια•

    -ая смертность παιδική θνησιμότητα•

    -ая психология η ψυχολογία του παιδιού.

    2. παιδιακίστικος, παιδιά-τικος,παιδιάστικος, παιδαριώδης• μωρός•

    -ие рассуащния παιδιάστικοι συλλογισμοί•

    детский почерк παιδικός χαρακτήρας γραφής.

    εκφρ.
    городок – παιδούπολη•
    детский дом – παιδικό οικοτροφείο•
    - ие ясли – βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο•
    детский садβλ. детсад• время -ое ακόμα είναι νωρίς• νέος είσαι ακόμα, έχεις καιρό μπροστά σου•
    - ое место – (ανατ.) ο πλακούς, το ύστερον, ο κύτταρος, ακόλουθο της τεκούσης.

    Большой русско-греческий словарь > детский

  • 24 овдоветь

    -его, -ешь
    ρ.σ. χηρεύω•

    она рано -ла αυτή νωρίς χήρεψε.

    Большой русско-греческий словарь > овдоветь

  • 25 остыть

    κ. остынуть, остыну, остынешь παρλθ.. χρ. остыл, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. ψύχομαι, κρυώνω•

    остыть чай -ыл το τσάι κρύωσε•

    пчка -ыла η θερμάστρα κρύωσε.

    2. μτφ. ψυχραίνομαι, χαλαρώνομαι, αδυνατίζω, εξασθενίζω μαραίνομαι•

    рано его чувства -ыли νωρίς τα αισθήματα του μαράθηκαν•

    интерес к этому остыл εξασθάνη-σε το ενδιαφέρο γι αυτό.

    || συνέρχομαι•

    остыть от волнения συνέρχομαι από την ταραχή.

    Большой русско-греческий словарь > остыть

  • 26 проснуться

    -снусь, -сншься
    ρ.σ.
    1. κυρλξ, κ. μτφ. ξυπνώ, αφυπνίζομαι•

    проснуться рано ξυπνώ νωρίς•

    -лась ненависть ξύπνησε το μίσος.

    2. ζωηρεύω, ζωντανεύω, αναζωογονούμαι•

    город -лся η πόλη ξύπνησε (άρχισε η κίνηση).

    Большой русско-греческий словарь > проснуться

  • 27 роса

    θ., πλθ. росы
    δροσιά•

    утренняя πρωινή δροσιά, τα δάκρυα της αυγής•

    роса ложилась на цветы δροσιά επικάθησε στα άνθη.

    εκφρ.
    по - – έ με τη δροσιά, όταν υπάρχει η δροσιά• στη δροσιά•
    не ходи босиком по - – μη βαδίζεις ξυπόλητος στη δροσιά•
    до -ы – πολύ νωρίς το πρωί, πριν να πέσει δροσιά•
    покрытый -ой – δροσοσκεπασμένος.

    Большой русско-греческий словарь > роса

  • 28 смеркнуть

    -нет, παρλθ. χρ. смерк κ. смеркнул, -ла, -ло
    ρ.σ. νυχτώνω, βραδιάζω, σκοτεινιάζω.
    νυχτώνω, βραδιάζω, σκοτεινιάζω;•

    рано -лось (απρόσ.) νωρίς νύχτωσε.

    Большой русско-греческий словарь > смеркнуть

  • 29 утро

    утра (с утра, до утра), утру (к утру, по утру), πλθ. утра, утр, утрам ουδ. το πρωί, το πρωινό, η πρωία•

    работать с -а до вечера δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ•

    под -ом κοντά το πρωί•

    на следующее утро το άλλο πρωί•

    с самого -а από το πρωί•

    с раннего -а από νωρίς το πρωί•

    к -у κατά το πρωί.

    εκφρ.
    на утро – (επίρ.) το πρωί•
    с добрым -омκ. доброе καλημέρα (χαιρετισμός).

    Большой русско-греческий словарь > утро

См. также в других словарях:

  • νωρίς — και ενωρίς επίρρ. 1. προτού έλθει ή προτού περάσει ο καθορισμένος χρόνος, γρήγορα (α. «έφυγε νωρίς από τη δουλειά του» β. «είναι πολύ νωρίς ακόμη για να εμφανιστεί») 2. έγκαιρα, πάνω στην ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ενωρίς σχηματίστηκε από τη φρ. ἐν… …   Dictionary of Greek

  • (ε)νωρίς — επίρρ. [(ε)νωρίτερα, (ε)νωρίτατα] 1. όσο είναι ώρα, έγκαιρα, πριν περάσει η ώρα: Πήγα νωρίς και δεν έχασα το αεροπλάνο. 2. πριν από την κανονική ή ορισμένη ώρα, πρόωρα: Είχε πυρετό και πήγε νωρίς στο σπίτι του. 3. πολύ πρωί: Σήμερα ξύπνησα νωρίς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νωρίτερα — [νωρίς] επίρρ. πιο νωρίς …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • πρώιμος — η, ο 1. για φυτά και καρπούς, αυτός που παράγεται ή ωριμάζει νωρίς: Φέτος θα έχουμε πρώιμες ντομάτες. 2. για ζώα, αυτός που γεννιέται νωρίς: Για να τους φιλέψει έσφαξε ένα πρώιμο κατσίκι. 3. αυτός που παράγει ή γεννά νωρίς: Πρώιμη αχλαδιά. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από …   Dictionary of Greek

  • ενωρίς — και νωρίς επίρρ. 1. έγκαιρα, προτού περάσει η προκαθορισμένη ώρα («έρχεται ενωρίς στη δουλειά του») 2. πριν έρθει η ώρα, ο καθορισμένος χρόνος («έφυγε νωρίς») 3. πολύ πρωί («ξύπνησα νωρίς σήμερα») …   Dictionary of Greek

  • πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»