-
1 αρρητος
2, редко(Eur.) 3
1) не сказанный(ἔπος Hom.; λόγοι Soph.)
ἄρρητόν τι φυλάσσεσθαι Soph. — обходить что-л. молчанием2) безвестный(ἄνδρες Hes.)
3) невыразимый(ἀδιανόητος καὴ ἄ. Plat.)
4) неизреченный, т.е. священный, заповедный(ἱρά Her.; σφάγια Eur.)
5) которому нет названия, т.е. ужасный(δεῖπνα Soph.; λώβη Eur.)
ἄρρητ΄ ἀρρήτων Soph. — неслыханно ужасные преступления6) неудобосказуемый, т.е. постыдный, позорный(ῥητὰ καὴ ἄρρητα ὀνομάζειν Dem.; ἀνόσιος καὴ ἄ. Plut.)
7) мат. иррациональный(ῥητὰ καὴ ἄρρητα Plat.)
-
2 ασυμβολος
21) не участвующий в складчине, уклоняющийся от взноса(πολυτελῆ δεῖπνα δειπνεῖν ἀσύμβολον Aeschin.)
2) перен. не принимающий участия(ἔν τινι Plut.)
3) сторонящийся общества, одинокий(ἄγριος καὴ ἀ. βίος Plut.)
4) не приносящий пользы, бесполезный Plut., Luc. -
3 γαμικος
-
4 δημοτελης
2совершаемый на общественные средства, общественный(θυσία Her., Plat., Plut.; ἑορτή Thuc.; ἱερά Aeschin., Dem.; πομπή Luc.; δεῖπνα Plut.)
-
5 διψαλεος
31) томимый жаждой(μῦς Batr.; χοῖρος Anth.)
2) томящий жаждойδιψαλέη ὀδύνη Luc. — мучительная жажда
3) не утоляющий жажды(δεῖπνα Plut.)
4) сухой, высохший(θρυαλλίδιον Luc.)
-
6 καπανικος
-
7 καταχορηγεω
1) расходовать по обязанностям хорега, тратить на хорегии(πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.)
2) растрачивать, расточать(εἰς δεῖπνα καὴ θυσίας Plut.)
; проматывать(τὰ οἰκεῖα Plut.)
-
8 μερις
1) часть, доля(τῆς οὐσίας Men.; τέν ἀγαθέν μερίδα ἐκλέξασθαι NT.)
2) сторонаἀφ΄ ἑκατέρας τῆς μερίδος Plat. — с обеих сторон
3) пай, доля, участие4) участь, доля(τοῦ Προμηθέως Luc.)
5) общая доля, общее(τίς μ. πιστῷ μετὰ ἀπίστου; NT.)
6) слой, круг, класс(τρεῖς πολιτῶν μερίδες Eur.)
7) политическая группа, партия8) поддержка, помощь(μ. τινι Dem.)
9) ирон. личность, субъект, «штучка»(κακὰ μ. Anth.)
-
9 νεοπλουτος
21) недавно разбогатевший(ἀπελεύθερος Plut.; οἰκέτης Luc.)
2) высокомерный, чванный(θεραπεία Plut.)
3) претенциозный, пышный(δεῖπνα Plut.)
ν. τρύξ Arph. — высоко поднявшаяся (винная) гуща, т.е. зазнавшийся выскочка -
10 νυκτισεμνος
-
11 παρεμβολικος
-
12 προνομευω
1) ( о насекомых) собирать корм2) жадно есть, пожирать(τὰ δεῖπνα Plut.)
3) собирать фураж, перен. опустошать, грабить Polyb., Diod. -
13 συνοδος
Iἥ1) сходка, собрание(σύνοδοι καὴ δεῖπνα Plat.)
ἀπὸ κοινῶν ξυνόδων βουλεύειν Thuc. — совещаться на общих собраниях;σ. πρὸς τῷ διαιτητῇ Dem. — одновременная явка (тяжущихся сторон) на суд;αἱ διαλεκτικαὴ σύνοδοι Arst. — собрания, посвященные обсуждениям, диспуты2) политическая группировка, партия(ἑταιρεῖαι καὴ σύνοδοι Isocr.)
3) соитие, спаривание(τῶν ἰχθύων Arst.)
4) воен. столкновение, стычка, бой Thuc., Xen., Plat.5) стык, соприкосновение, встреча, слияние(ὕδατος Plat.)
σύνοδοι θαλάσσης Eur. — суженная часть моря, т.е. Геллеспонт;αἱ περὴ τὸ στόμα σύνοδοι Plat. — соединяющиеся во рту вещества, т.е. пища, приходящая в соприкосновение с полостью рта;αἱ τῶν μηνῶν σύνοδοι Arst. — рубежи (смежных) месяцев6) астр. приближение, соединение(σελήνης πρὸς ἥλιον Plut.)
7) поступление, доход(χρημάτων σύνοδοι Her.)
8) связь, смесь, сочетание (sc. τοῦ εἴδους καὴ τῆς ὕλης Arst.)IIὅ спутник(ζωῆς καὴ θανάτου Anth.)
-
14 υπολιμωδης
См. также в других словарях:
δεῖπνα — δεῖπνον meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖπν' — δεῖπνα , δεῖπνον meal neut nom/voc/acc pl δεῖπνε , δεῖπνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… … Dictionary of Greek
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
εκάτη — I Θεότητα, η οποία, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν κόρη του τιτάνα Περσέα και της Αστερίας, αδελφής της Λητούς. Είχε υπό την προστασία της κάθε είδους δραστηριότητα και την επικαλούνταν οι λεχώνες, ενώ της προσέφεραν δείπνα (Ε. δείπνα) έξω από τις … Dictionary of Greek
επιθυμόδειπνος — ἐπιθυμόδειπνος, ον (Α) αυτός που τού αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο πρόθυμος για δείπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ + δείπνος] … Dictionary of Greek
θεσσαλικός — ή, ό (ΑΜ θεσσαλικός, ή, όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα») αρχ. φρ. 1. «θεσσαλικὸν ἔδος» είδος καθίσματος ή ανακλίντρου 2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή… … Dictionary of Greek
ιχθύβολος — ἰχθύβολος, ον (Α) φρ. 1. «ἰχθύβολος θήρα» ψάρεμα που γίνεται με καμάκι, με τρίαινα 2. «ἰχθύβολα δεῑπνα» δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με τρίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, πεζό βολος] … Dictionary of Greek
συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… … Dictionary of Greek
συμφορητός — όν, θηλ. και ή, Α [συμφορῶ] 1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.) 2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν… … Dictionary of Greek
Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… … Dictionary of Greek