-
1 νυκτισεμνος
См. также в других словарях:
νυκτίσεμνος — νυκτίσεμνος, ον (Α) αυτός που γίνεται με σεμνότητα τη νύχτα («τὰ νυκτίσεμνα δεῑπνα ἐπ ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + σεμνός] … Dictionary of Greek