-
1 μυς
1) мышьμ. ἀρουραῖος Her. — полевая мышь;
μ. πίττης (дор. πίσσας) γεύεται погов. Dem., Theocr. — мышь вкушает смолу (о человеке, который попал в беду)2) ракушник (Mytilus edulis, вид моллюска) Aesch.3) мышиный кит (Balaena musculus, крупная разновидность кита) Arst.4) мышца, мускул Arst., Theocr. -
2 Μυς
Μυός ὅ Мий (брат Лида и Кара, миф. родоначальник мисийцев) Her. -
3 μυς
(γεν. μυός) ο1) мышца, мускул; 2) мышь -
4 μῦς
-
5 μυς
[мис] ουσ. α мышца, мускул.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μυς
-
6 μυς
[мис] ουσ α мышца, мускул. -
7 μυ
-
8 αποθυμιαω
-
9 αρουραιος
-
10 αρουριτης
-
11 διπους
-
12 διψαλεος
31) томимый жаждой(μῦς Batr.; χοῖρος Anth.)
2) томящий жаждойδιψαλέη ὀδύνη Luc. — мучительная жажда
3) не утоляющий жажды(δεῖπνα Plut.)
4) сухой, высохший(θρυαλλίδιον Luc.)
-
13 εναπολαμβανω
заключать, помещать(εἰς τὸ μέσον Plat.; μῦς ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.)
ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. — быть вовлеченным в общий круговорот -
14 ενυδρος
III21) полный воды(τεῦχος Aesch.)
2) многоводный, хорошо орошаемый(Ἄργος Hes.)
3) хорошо снабженный водой(φρούριον Xen.; χωρίον Plut.)
4) полноводный(λίμνη Eur.)
5) влажный, сырой(τόποι Arst.)
6) живущий в воде или на воде, водяной(νύμφαι Soph.; ζῷα Plat., Arst.; μῦς Plut.)
7) растущий в воде или у воды, водяной(δόναξ Arph.; φυτά Arst.)
-
15 ερπηστης
-
16 κατοικιδιος
-
17 λιχνοβορος
-
18 οικοσιτος
-
19 οροφιας
-
20 παμφαγος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μῦς — mouse masc/fem nom sg μῦς mouse masc acc pl μῦς mouse masc nom/voc pl μῦς mouse masc voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῦς — mouse masc acc pl Μῦς mouse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
Μύς — Μύ̱ς , Μῦς mouse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύς — μύ̱ς , μῦς mouse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — ο μυός, πληθ. μύες 1. καθένα από τα όργανα του σώματος που έχουν την ιδιότητα να συστέλλονται και να κινούν άλλα όργανα, πάνω στα οποία προσφύονται. 2. ο ποντικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινωτός μυς — Μυς που βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του ακτινωτού σώματος και αποτελείται από επιμήκεις και κυκλικές μυϊκές ίνες. Με τη σύσπαση του α.μ. (λέγεται και προσαρμοστήρας μυς του ματιού), χαλαρώνει η ακτινωτή ζώνη με αποτέλεσμα να κυρτώνεται ο… … Dictionary of Greek
δικέφαλος μυς — Μυς στο επάνω μέρος του βραχίονα ή στο πίσω μέρος του μηρού, ο οποίος ελέγχει ορισμένες κινήσεις του βραχίονα ή του ποδιού αντίστοιχα … Dictionary of Greek
ζυγωματικός μυς — Μυς του προσώπου που διακρίνεται στον μείζονα ζ.μ. που εκφύεται από το ζυγωματικό τόξο και καταφύεται στη γωνία του στόματος, της οποίας επιτυγχάνεται η έλξη με τη σύσπαση του μυός αυτού, και στον ελάσσονα ζ.μ. που εκφύεται από την παρειακή… … Dictionary of Greek
γλωσσοϋπερώιος — (μυς), ο μικρός διπλός μυς τής γλώσσας … Dictionary of Greek
μυσί — μῦς mouse masc/fem dat pl μῦς mouse masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)