-
1 γάλα
τό1) молоко;γάλα αγνό (αποβουτυρωμένο) — цельное (снятое) молоко;
ξινισμένο — прокисшее молоко;αβραστο γάλα — парное молоко; — некипячёное молоко;
βρασμένο γάλα — кипячёное молоко;
συμπυκνωμένο γάλα — или γάλα του κουτιού — сгущённое молоко;
νερωμένο γάλα — разбавленное водой молоко;
γάλα σκόνη — сухое молоко;
αρνί τού γάλακτος молочный ягнёнок;τό γάλα έκοψε — молоко свернулось;
2) молоко, млечный сок (растений);3:γάλα ιχθύων — молока;
§ καί τού πουλιού το γάλα — птичье молоко;
τό στόμα του ακόμα μυρίζει γάλα — у него ещё молоко на губах не обсохло;
έγιναν όλα μέλι γάλα — всё уладилось;
κι' από στέρφα γίδα γάλα βγάζει — погов, он может и от яловой козы молока надоить
См. также в других словарях:
συμπόσιο(ν) — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην πλούσια συνεστίαση με ποτό, που τη συνδύαζαν με μουσική, απαγγελία και συζητήσεις. Ευθύς μετά το φαγητό, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτυμόνες νερό και αρωματικό σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους.… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
κρασόνερο — και κρασονέρι, το κρασί στο οποίο έχει προστεθεί νερό, νερωμένο κρασί … Dictionary of Greek
μπεβάδα — η νερωμένο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bevanda] … Dictionary of Greek
Χατζηαποστόλου, Νικόλαος — (1884 – 1941). Μουσικοσυνθέτης. Προικισμένος με μεγάλο ταλέντο μουσικού και ωραία φωνή βαθύφωνου, σπούδασε περισσότερα από 8 χρόνια στο Ωδείο Λότνερ. Στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Γ’ Ελληνικού Μελοδράματος, πήρε μέρος στις περιοδείες… … Dictionary of Greek