-
61 αιγιαλοίς
-
62 αἰγιαλοῖς
-
63 αιγιαλοίσι
-
64 αἰγιαλοῖσι
-
65 αιγιαλοίσιν
-
66 αἰγιαλοῖσιν
-
67 αιγιαλού
-
68 αἰγιαλοῦ
-
69 αιγιαλοί
-
70 αἰγιαλοί
-
71 αιγιαλούς
-
72 αἰγιαλούς
-
73 αιγιαλών
-
74 αἰγιαλῶν
-
75 αιγιαλόν
-
76 αἰγιαλόν
-
77 123
{сущ., 6}Ссылки: Мф. 13:2, 48; Ин. 21:4; Деян. 21:5; 27:39, 40.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 123
-
78 берег
-а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а α.1. ακτή, ακρογιάλι, γιαλός, αιγιαλός•крутой απόκρημνη ακτή.
2. στεριά.3. όχθη ποταμού, λίμνης. -
79 γέραδος
A honour, EM 8.5, 227.43:—[voice] Pass., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γέραδος
-
80 Κάνωβος
Κάνωβος [pron. full] [ᾰ], ὁ ([full] Κάνωπος St.Byz., cf. Scyl.106, Luc.Nav.15, Ath. 7.326a), Canopus in lower Egypt, A.Pr. 846, Hdt.2.15, D.C.50.27; name of the star Canopus, Hipparch.1.11.7 ([etym.] Κάνωπος), Ptol.Alm.8.1 ([etym.] Κάνωβος), etc.:—hence [full] Κανωπίτης [pron. full] [ῑ],A of Canopus, αἰγιαλός Call.in PSI9.1092.58; also epith. of Sarapis, who had a temple there, Id.Ep.56.1; or [full] Κανωβεύς, Orac. ap. Paus.10.13.8:—Adj. [full] Κανωβικός, ή, όν, στὸμα, i. e. the westernmost mouth of the Nile, Hdt.2.17, 113;ἡ πύλη ἡ Κανωβική Str.17.1.10
and 16; Κανωπικά, τά, a kind of cake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c: [full] Κανωβισμός, luxurious living, Str. 17.1.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κάνωβος
См. также в других словарях:
Αἰγιαλός — sea shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλός — sea shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… … Dictionary of Greek
Άνω Αιγιαλός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 202 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρωστίνης … Dictionary of Greek
Αἰγιαλοῖο — Αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖο — αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖς — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖς — αἰγιαλός sea shore masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖσι — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖσι — αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖσιν — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)