-
1 αιγιαλός
yalı, kıyı, sahil
См. также в других словарях:
Αἰγιαλός — sea shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλός — sea shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… … Dictionary of Greek
Άνω Αιγιαλός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 202 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρωστίνης … Dictionary of Greek
Αἰγιαλοῖο — Αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖο — αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖς — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖς — αἰγιαλός sea shore masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖσι — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖσι — αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖσιν — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)