-
41 Αιγιαλοίο
-
42 Αἰγιαλοῖο
-
43 Αιγιαλοίς
-
44 Αἰγιαλοῖς
-
45 Αιγιαλοίσι
-
46 Αἰγιαλοῖσι
-
47 Αιγιαλοίσιν
-
48 Αἰγιαλοῖσιν
-
49 Αιγιαλού
-
50 Αἰγιαλοῦ
-
51 Αιγιαλοί
-
52 Αἰγιαλοί
-
53 Αιγιαλούς
-
54 Αἰγιαλούς
-
55 Αιγιαλών
-
56 Αἰγιαλῶν
-
57 Αιγιαλόν
-
58 Αἰγιαλόν
-
59 αιγιαλοίο
-
60 αἰγιαλοῖο
См. также в других словарях:
Αἰγιαλός — sea shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλός — sea shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… … Dictionary of Greek
Άνω Αιγιαλός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 202 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρωστίνης … Dictionary of Greek
Αἰγιαλοῖο — Αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖο — αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖς — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖς — αἰγιαλός sea shore masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖσι — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖσι — αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖσιν — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)