-
1 κοιμούμαι
-
2 κοιμοῦμαι
-
3 κοιμούμαι
1) спать;κοιμούμαι βαριά — спать глубоким сном;
κοιμούμαι ελαφρά — чутко спать;
2) ложиться (спать);κοιμούμαι νωρίς (αργά) — ложиться рано (поздно);
αργά έπεσα να κοιμηθώ я поздно лёг спать;3) покоиться; спать вечным сном; 4) быть вялым, сонным, медлительным, пассивным;κοιμούμαι όρθιος ( — или στα πόδια μου) — а) спать на ходу; — б) быть недогадливым, несообразительным, бестолковым (ср. 5);
5) быть бестолковым, несообразительным;6) бездействовать; τό ρολόγι κοιμήθηκε часы остановились -
4 проспать
проспать 1) κοιμούμαι· \проспать до утра κοιμούμαι ως το πρωί 2) (не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικά; я \проспатьл и опоздал на поезд άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο* * *1) κοιμούμαιпроспа́ть до утра́ — κοιμούμαι ως το πρωί
2) ( не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικάя проспа́л и опозда́л на по́езд — άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο
-
5 спать
спатьнесов κοιμοῦμαι, κοιμάμαι, κοι-μώμαι:\спать глубоким сном κοιμούμαι βα-θειά· чу́тко \спать λαγοκοιμοῦμαι, κοιμοῦμαι ἐλαφρά. -
6 переспать
-плю, -спишь, παρλθ. χρ. переспал, -ла, -лоρ.σ.1. παρακοιμούμαι.2. κοιμούμαι ώσπου•жару -.κοιμούμαι ώσπου να περάσει ο καύσωνας.
|| διανυκτερεύω•переспать у сос-да κοιμούμαι στο γείτονα.
|| ξεπερνώ στον ύπνο•всех я -ал τους ξεπέρασα όλους στον ύπνο, κοιμήθηκα περισσότερο απ όλους.
-
7 спать
сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящийρ.δ.1. κοιμούμαι•глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•
я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•
мне хочется θέλω να κοιμηθώ.
|| (για νεκρούς)• αναπαύομαι.2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).
3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.εκφρ.спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ. -
8 спать
спать κοιμούμαι; ложиться \спать πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω; я хочу \спать θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω* * *ложи́ться спать — πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω
я хочу́ спать — θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω
-
9 ύπνος
ο1) сон;βαρύς (ελαφρός, (τε)ταραγμένος) ύπν — крепкий (лёгкий, беспокойный) сон;
στον ύπνο ( — или καθ' ύπνον — или καθ' ύπνους) — во сне;
απ' τον ύπνο — со сна;
παίρνω τον ύπνο — засыпать;
πήρα έναν ύπνος — я немного соснул;
με πήρε ο ύπνος — меня одолел сон, я заснул;
δεν με πιάνει ( — или δεν μού μπαίνει, δεν μού κολλάει) ύπνος — я не могу заснуть, мне не спится, меня сон не берёт;
σηκώνομαι απ' τον ύπνο — просыпаться, вставать;
πηγαίνω γιά ύπνο — идти спать;
2) сновидение, сон;§ κοιμούμαι τον ύπνο τού δικαίου — спать сном праведника;
κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο — спать вечным сном;
είδα στον ύπνο μου — мне приснилось, я видел во сне;
οΰτε στον ύπνο μου δεν το είδα ( — или δεν το περίμενα) — мне и во сне это не снилось;
αυτά πού λέει τα είδε στον ύπνο του — всё, что он говорит, — плод его воображения;
τον επιασα στον ύπνο — я застал его врасплох;
ύπνον ελαφρόν! — спокойной ночи!;
η αλεποβ στον ύπνο της πετειναράκια εθώρει — погов, лиса и во сне кур щиплет
-
10 доспать
-
11 недосыпать
недосы/ пать 1-ыплю, -ыплешьρ.σ.μ.ρίχνω, χΰνω λιγότερο•недосыпать зерно в машину δε γεμίζω το αυτοκίνητο με γέννημα (καρπό).
недосыпа/ть 2ρ.δ.βλ. недосыпать.недосыпа/ть 3ρ.δ. δεν κοιμούμαι επαρκώς, κοιμούμαι λιγότερο του κανονικού. -
12 проспать
ρ.σ.1. κοιμούμαι (για ένα χρον. διάστημα)•я -ал семь часов κοιμήθηκα εφτά ώρες.
2. κοιμούμαι πολύ, παρακοιμούμαι.3. αφήνω, προσπερνώ (λόγω ύπνου)•пассажир -ал станцию ο επιβάτης πέρασε το σταθμό, γιατί κοιμήθηκε.
συνέρχομαι από τη μέθη (με τον ύπνο). -
13 сон
сна α.1. ύπνος•пробудиться ото сна ξυπνώ από τον ύπνο•
спокойный сон ήσυχος (ήρεμος) ύπνος•
неспокойный сон το κακουπνι•
меня клонит ко сну μού ρχεται νύστα•
крпкий сон βαθύς ύπνος•
я сон потерял μού φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)•
погрузиться в сон βυθίζομαι στον ύπνο•
со сна ничего я не расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα•
сон видишь во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)•
отойти ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ).
|| νάρκη.2. όνειρο•страшный сон τρομακτικό όνειρο•
толковать сны εξηγώ το όνειρα•
верить в сны πιστεύω στα όνειρα.
|| ονειροφαντασία•всё это сон όλ αυτά είναι ονειροφαντασίες.
εκφρ.приятного сна – (ευχή) καλόν ύπνο•сквозь сон (слышать, чувствовать – σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συγκεχυμένα•спать (заснуть, уснуть) вечным сном – κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο•спать сном праведника (праведных) – κοιμούμαι μακάρια•восстать (воспрянуть) ото сна – σηκώνομαι από τον ύπνο•ни сном ни духом не виноват – είμαι τελείως αθώος•ни сном ни духом не знать – δε γνωρίζω,(δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι•сна ни в одном глазу нет – δε νυστάζω καθόλου. -
14 соснуть
-сну, -сншьρ.σ.κοιμούμαι λίγο•соснуть часок κοιμούμαι μια ωρούλα.
-
15 уснуть
усну, уснёшьρ.σ.1. αποκοιμούμαι, με παίρνει ο ύπνος•больной -ул ο άρρωστος αποκοιμήθηκε.
|| μτφ. ησυχάζω• νεκρώνομαι.2. πεθαίνω•уснуть навеки ή навсегда κοιμούμαι για πάντα•
уснуть вечным сном κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο.
|| (για ψάρι) ξεψυχώ, ψοφώ. -
16 голый
го́л||ыйприл1. (нагой, обнаженный) γυμνός, γδυμνός/ ὁλόγυμνος, τσίτσιδος (ничем не прикрытый):с \голыйыми ногами ξυπόλυτος· \голыйые стены о£ γυμνοί τοίχοι· спать на \голыйом полу́ κοιμούμαι στό πάτωμα χωρίς στρωσίδια· на \голыйом месте ἀπ' τό τίποτε, σέ ἀπροετοίμαστο ἐδαφος'2. перен (без прикрас) καθαρός:\голыйая истина ἡ καθαρή (или γυμνή) ἀλήθεια· \голыйые факты τά ξερά γεγονότα· ◊ \голыйыми руками χωρίς ὀπλο, χωρίς ἐργαλεία· гол как сокол погов. е φτωχός σάν τόν "Ιώβ, Άνθρωπος, πού δέν ἐχει βρακί νά φορέσει. -
17 дремать
дрем||атьнесов μισοκοιμοϋμαι, λαγο-κοιμοϋμαι:я \дрематьлю μέ πιάνει ὕπνος. -
18 крепко
креп||конареч δυνατά, γερά, ισχυρώς:\крепкоко спать κοιμοῦμαι βαθειἄ <> \крепкоко-на́крепко γερά, σφιχτά. -
19 ночевать
ночеватьнесов διανυκτερεύω, περνῶ τήν νύχτα:\ночевать не дома κοιμούμαι ἔξω. -
20 почивать
почиватьнесов уст., разг κοιμοῦμαι, ἀναπαύομαι.
См. также в других словарях:
κοιμούμαι — → δες κοιμάμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοιμούμαι — και κοιμάμαι και κοιμιέμαι κοιμήθηκα, κοιμισμένος 1. πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι: Κοιμάται ήσυχα το μωρό. 2. κατακλίνομαι για ύπνο: Αυτός κοιμάται πολύ νωρίς το βράδυ. 3. αδρανώ, είμαι νωθρός: Κοιμάται όρθιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιμούμαι — βλ. κοιμάμαι … Dictionary of Greek
κοιμοῦμαι — κοιμάω lull pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
ψοφοκοιμούμαι — Ν (αμτβ.) (υποτιμητικά) κοιμούμαι πολύ βαριά, ψοφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + κοιμούμαι] … Dictionary of Greek
ξενοκοιμούμαι — και ξενοκοιμάμαι ξενοκοιμήθηκα 1. κοιμούμαι σε ξένο σπίτι. 2. μτφ., έχω σχέσεις ερωτικές με άτομο στο σπίτι του οποίου συχνά κοιμούμαι: Έμαθα πού ξενοκοιμάσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia