-
1 υπν'
Ὕπνε, Ὕπνοςmasc voc sg——————ὕπνα, ὕπνονlichen: neut nom /voc /acc plὕπνε, ὕπνοςsleep: masc voc sg -
2 ὕπν'
Βλ. λ. υπν' -
3 Ὕπν'
Βλ. λ. υπν' -
4 ὑπν-ωδία
-
5 ὑπν-απάτης
ὑπν-απάτης, ὁ, im Schlafe täuschend od. vergnügend, χρώς, Mel. 86. 102 (V, 197. 165).
-
6 ὑπν-ώδης
-
7 ἀγρ-υπν-ώδης
ἀγρ-υπν-ώδης, ες, Schlaflosigkeit bewirkend, Hippocr.
-
8 ὑπνώσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνώσσω
-
9 ὑπναλέος
A = ὑπνηρός, Nic.Th. 162, Al.85, Aret.SD 2.13; seen in sleep,ὄνειροι AP5.242
(Maced.); τέρας ὑπνα[λέον] is prob. in Pi.Pae.8.34.II [voice] Act., sending to sleep,κόπος AP5.46
(Rufin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπναλέος
-
10 ὑπναπάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπναπάτης
-
11 ὑπνηλός
2 like sleep,ὑ. ὁ θάνατος ἐντρέχει Philostr.Im.2.6
: metaph., indolent, Aristid.1.424 J.3 soporific, Philostr.VA8.7.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνηλός
-
12 ὑπνηρός
Aτὸ ὑ.
drowsiness,Hp.
Aër.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνηρός
-
13 ὑπνίδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνίδιος
-
14 ὑπνίζω
A put to sleep, Phryn.PSp.119B. -
15 ὑπνικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνικός
-
16 ὑπνόω
A- ώσω Gp.18.14.3
: [tense] aor.ὕπνωσα Hp.Epid.3.1
.γ, Plb.3.81.5, LXXSi.46.20, J.AJ1.12.1, Plu.Alex.76, etc.: [tense] pf.ὕπνωκα Id.2.236b
, ([etym.] καθ-) J.AJ5.9.3:—[voice] Med., [tense] fut. ὑπνώσομαι ibid.:—[voice] Pass., [tense] pf. part.ὑπνωμένος Hdt.1.11
, 3.69: [tense] aor.ὑπνώθην Plu.2.313a
:—put to sleep, only in Dsc.4.63:—[voice] Pass., fall asleep, sleep, Hdt. ll.cc.:—so in [voice] Med., J.l.c.II intr., like [voice] Pass., Hp.Epid.3.1.γ, 7.11 ( ὑπνώσσουσα Littré, with cod. C), Arist.Somn.Vig. 454a2, Fr.10, J.AJ1.12.1; [dialect] Lacon. inf. ὑπνῶν, for -οῦν, Ar.Lys. 143. -
17 ὑπνώδης
ὑπν-ώδης, ες,2 asleep,ὑ. εἶδεν ὄναρ Epigr.Gr.774.1
(Priene, iv/iii B.C.).3 inducing sleep, Thphr. HP9.11.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνώδης
-
18 ὑπνωδία
ὑπν-ωδία, ἡ,A sleepiness, drowsiness, Iamb.Protr. 21.κέ p.110P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνωδία
-
19 ὑπνωτικός
A inclined to sleep, sleepy, drowsy, Arist.Somn.Vig. 457a26;μετὰ τὰ σιτία -ώτατοι Id.Pr. 874b17
, cf. 876a20 ([comp] Comp.). Adv.- κῶς Gal.19.149
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνωτικός
-
20 ὑπνώω
A to be drowsy, tired,τοὺς δ' αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Il.24.344
, Od.5.48, 24.4;ὅτε.. ἐπὶ κοῖτον ἐκ νομοῦ ὑπνώουσα κίῃ Nic.Th. 127
; but elsewh., sleep,τὴν εἴσιδον ὑπνώουσα Mosch.2.24
;ἔννυχον ὑπνώοντι Maiist.22
;ὑπνώοντες ῥέγκουσιν Nic.Th. 433
; ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, of Argus, Q.S.10.191: metaph. of the stars, Coluth.349 (s. v.l.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὕπν' — Ὕπνε , Ὕπνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπν' — ὕπνα , ὕπνον lichen neut nom/voc/acc pl ὕπνε , ὕπνος sleep masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ιδρώσσω — ἱδρώσσω, αττ. τ. ἱδρώττω (Α) ιδρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + κατάλ. ώσσω / ώττω (πρβλ. τυφλ ώττω, υπν ώττω)] … Dictionary of Greek
κνώσσω — (Α) 1. κοιμάμαι («περίφρων Πηνελόπεια ἡδὺ μάλα κνώσσουσ ἐν ὀνειρείησι πύλῃσιν», Ομ. Οδ.) 2. παροιμ. «Λάτμιον κνώσσεις» μένεις ακίνητος σαν σβούρα, δηλαδή στριφογυρίζεις συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. θυμίζει το ὑπν ώσσω] … Dictionary of Greek
ξυλαράς — ο 1. αυτός που μεταφέρει και πουλάει καυσόξυλα 2. (για πρόσ.) (επιτιμητικά) άξεστος, αγροίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. υπν αράς)] … Dictionary of Greek
ονειρώττω — (ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω) έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια τού ύπνου αρχ. μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. ώσσω / ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμ ώττω, υπν ώττω)] … Dictionary of Greek
υδρηλός — ή, όν, ΜΑ αυτός που περιέχει νερό ή ο μαλακός από υγρασία, νοτισμένος αρχ. υδρευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ηλός (πρβλ. ὑπν ηλός)] … Dictionary of Greek
φωναράς — ού, άδικο, Ν φωνακλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. κλεφτ αράς, υπν αράς)] … Dictionary of Greek
χειλαράς — ο, θηλ. χειλαρού, Ν αυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείλι /χείλος + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. μυτ αράς, υπν αράς)] … Dictionary of Greek