-
1 αλιευς
I(ἐρέται Hom.; βάτραχος Arst.)
II- έως, ион. ῆος ὅ1) мореход, моряк Hom.2) рыболов, рыбак Hom., Soph., Hes., Plat.3) «рыболов» ( род хищной рыбы) Plut. -
2 ουρευς
-
3 Πανοπευς
III -
4 αδης
1) Гадес, Аид (сын Кроноса и Реи, брат Зевса и Посидона, властитель подземного царства); его эпитеты у Hom.καταχθόνιος «подземный», ἀναξ ἐνέρων и ἐνέροισιν ἀνάσσων «властелин обитателей подземного царства», πελώριος «чудовищный», στυγερός «страшный», πυλάρτης «хранитель (подземных) врат», κρατερὁς и ἴφθιμος «могущественный», κλυτόπωλος «обладатель замечательных коней», κυανοχαίτης «темногривый»;
2) царство Аида, подземное царство Hom., Pind., Luc.3) ад NT.4) кончина, смерть Pind.ᾅδης πόντιος Aesch. — смерть в море;
ταχὺς ᾅδης Eur. — скорая смерть5) могила Pind.τειχίζειν ᾅδην Anth. — устраивать могилу
-
5 αιγινομευς
-
6 Αιδωνευς
- έως, эп.-ион. ῆος, поэт. тж. έος ὅ Аидоней2) миф. царь молоссов в Эпире, муж Персефоны, отец Коры Plut. -
7 Αιθιοπευς
-
8 απερωευς
-
9 Αρης
- εως и εος, эп.-ион. ηος ὅ1) Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.:
Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος2) война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.3) воинственность, воинский дух(Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.)
4) войско(ὅ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.)
5) убийство(λιθόλευστος Ἄ. Soph.)
6) ранение, рана(Ἄ. ἀλεγεινός Hom.)
7) меч(βάψασθαι ἄρη ἐντὸς λαγόνων Anth.)
8) гибель, мор(Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.)
9) планета Марс(ὅ ἀστέρ ὅ Ἄρεος Arst.)
-
10 αριστευς
I(ἀριστῆες Ἀχαιῶν Hom. и ἀνδρῶν Pind., Aesch.; στρατηγός Plut.)
IIὅ знатный гражданин, pl. знать Hom. -
11 Αφαρευς
1) один из греч. предводителей у стен Трои Hom.2) царь Мессины, отец Ида и Линкея Pind. -
12 Αχιλευς
-
13 Αχιλλευς
-
14 βασιλευς
I- έως, эп.-ион. ῆος и έος ὅ1) царь, властелин, повелитель, предводитель Hom.οἱ μεγάλοι βασιλῆς Soph. = οἱ Ἀτρεῖδαι;
ὅ μέγας β. Her. и ὅ ἄνω β. Xen., тж. (ὅ) β. Thuc., Arph., Xen., Dem. = ὅ τῶν Περσῶν β.2) царский сын, царевич Xen.5) (в Риме, после Августа) император NT.7) зоол. пчелиная матка, царица(τῶν μελιττῶν Arst.)
II- έως adj. царственный, могущественный(βασιλεύτερος καὴ προγένεστερος, σὺ γὰρ βασιλεύτατός ἐσσι Hom.)
-
15 Βορευς
-
16 Βρισευς
-
17 Γηρυονευς
-
18 Διοκλης
- έους, эп. ῆος и έος ὅ Диокл1) сын Орсилоха, царь г. Феры в Мессении Hom.2) царь Элевсина HH.3) афинянин, миф. герой Мегары Arph., Plut.4) родом из Кариста на Эвбее, греч. врач и писатель IV в. до н.э. -
19 δονακευς
-
20 Δουλιχιευς
См. также в других словарях:
ἧος — ἕως epic (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονής — ῆος, ὁ, Α (αρκαδικός τ.) βλ. φονεύς … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… … Wikipedia
ABARBAREA — una Naiadum, ex quâ Bucolion maximus natorum Laomedontis Aesepum genuit et Pedasium. Hom. Il. σ. Βῆ δὲ μετ᾿ Αἴσηπον καὶ Πήδατον, οὕς ποτε νύμφη Νηῒς Α᾿βαρβαρέη τέκ᾿ ἀμύμονς Βουκολίωνι Βουκολίων δ᾿ ἦν ἡὸς ἀγαυοῦ Λαομέδοντος, Πρεσβύτατος γενεῇ … Hofmann J. Lexicon universale
Αιθιοπεύς — Αἰθιοπεύς ( ῆος), ο (Α) ο Αιθίοπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος Αἰθιοπεὺς πλάστηκε απο τον Καλλίμαχο με βάση τον ομηρικό ανώμαλο πληθ. Αἰθιοπῆες, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για λόγους μετρικούς στο τέλος στιχου τής Ιλιάδας (Α 423)] … Dictionary of Greek
Ερεχθεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αθήνας, διάδοχος του Κέκροπα, γιος του Ηφαίστου και της Γης. Είχε ανατραφεί στην Αθήνα και θεωρείτο ιδρυτής των Ελευσίνιων Μυστηρίων, της γιορτής των Παναθηναίων και εφευρέτης του τέθριππου άρματος. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Νηρεύς — ο (Α Νηρεύς, έως και ιων. ῆος) μυθ. θαλάσσιος θεός, γιος τού Πόντου και τής Γαίας και πατέρας τών Νηρηίδων αρχ. μετωνυμ. θάλασσα («Λίβυς Νηρεύς» το Λιβυκό πέλαγος, η Θάλασσα τής Λιβύης, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ονομασία Νηρεύς για τον… … Dictionary of Greek
Οδυσσεύς — και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, εῡς) μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.… … Dictionary of Greek
Περσείδης — και Περσηϊάδης, ὁ, Α αυτός που κατάγεται από τον Περσέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, έος / ῆος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / ιάδης (πρβλ. Πηλεΐδης)] … Dictionary of Greek
Περσείος — εία, ον και Περσήϊος, ηΐη, ον Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Περσέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, έος / ῆος + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek